Ανεκδοτάκι για να γελάσουμε λιγάκι....

                     
                   
                                            Τα Σαλιγκάρια
Η κυρά-Σούλα στέλνει τον άντρα της τον κυρ-Αντρέα στην αγορά να πάρει σαλιγκάρια. 
"Μη πιάσεις τη κουβέντα στην αγορά. 
Να πας και να γυρίσεις αμέσως. 

Δε θα προλάβουνε να γίνουνε τα σαλιγκάρια για το μεσημέρι"  

Φεύγει ο κυρ-Αντρέας και πάει γρήγορα-γρήγορα στην αγορά, παίρνει τα σαλιγκάρια και ξεκινάει για το σπίτι. 
Καθώς περνούσε από ένα καφενείο κοντά στην αγορά, βλέπει μέσα 2 φίλους του να πίνουν το ουζάκι τους. 
Τους χαιρετάει και κάθεται μαζί τους, για λίγο, γιατί πρέπει να γυρίσει γρήγορα στο σπίτι. 
Πίνει κι αυτός τα ουζάκια του, ένα, δύο, τρία καραφάκια όταν θυμάται τη γυναίκα του. 
Αμάν! άργησα! Φεύγω, θα τα πούμε μια άλλη φορά! και φεύγει βιαστικός. 

Είχε φτάσει στα μισά του δρόμου όταν βλέπει το γείτονά του τον Γιάννη. 
"Πάμε για καμιά μπυρίτσα;", του λέει ο Γιάννης. 
"Έχω αργήσει, Γιάννη μου. Αλλά μη σου χαλάσω το χατίρι. Πάμε, αλλά για λίγο" 
Και κάθονται σε ένα μαγαζάκι. Πίνουν μια, δυο, τρεις, δέκα, δώδεκα μπύρες και ξαφνικά ο κυρ-Αντρέας κοιτάζει το ρολόι του. Είναι 5 η ώρα.

"Ποιος την ακούει τη κυρά-Σούλα! " λέει και σηκώνεται να φύγει. 
Έχει ψιλομεθύσει, του αρέσει άλλωστε το ποτό. Προχωράει όσο πιο γρήγορα μπορεί, αλλά 2 τετράγωνα πριν από το σπίτι του, συναντάει το φίλο του το Βαγγέλη. 
"Έλα για λίγο στο σπίτι" του λέει ο Βαγγέλης." Ανοιξα χθες ένα καινούργιο βαρέλι κρασί. Πρέπει να το δοκιμάσουμε!" 

Ανεβαίνει ο κυρ-Αντρέας στο σπίτι του Βαγγέλη με τα σαλιγκάρια στο χέρι. 
Δοκιμάζει το καινούργιο κρασί και πριν προλάβει να τελειώσει το δέκατο πέμπτο ποτήρι διαπιστώνει ότι έχει σκοτεινιάσει.
Δεν τον κρατούν τα πόδια του, αλλά τρεκλίζοντας και με τα σαλιγκάρια παραμάσχαλα πάει προς το σπίτι. 

"Δε θα ξανασταματήσω πουθενά!" λέει μέσα στο μεθύσι του. 
Φτάνει στο σπίτι, βγάζει τα κλειδιά, προσπαθεί να βρει το σωστό κλειδί. 
Δύσκολο όμως με το μεθύσι που έχει. 
Παραπατάει και του πέφτει η σακούλα με τα σαλιγκάρια από τα χέρια. 
Σκίζεται και χύνονται τα σαλιγκάρια στα σκαλοπάτια. 
Η κυρά-Σούλα που καθόταν στα καρφιά από το πρωί, μόλις άκουσε το θόρυβο άνοιξε την πόρτα έξαλλη, έτοιμη να του χιμήξει. 

"Που ήσουνα, βρε γαϊδούρι, όλη μέρα;" 
Κι ο κυρ-Αντρέας : 
"Σσσσσσσσστ, μη φωνάζεις! Δε βλέπεις;" της λέει δείχνοντας τα σαλιγκάρια. 
Και γυρίζοντας προς τα πεσμένα σαλιγκάρια: 
"Ελάτε? ελάτε? ελάτε, καλά μου σαλιγκαράκια μου, κουράγιο, λίγο ακόμα και φτάσαμε!"

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια