Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο που έφυγε πριν 25 χρόνια....

Ήταν 11 Νοέμβρη του 1990...

Χρονολογία της γέννησής του: 1909. Ξημερώνοντας Πρωτομαγιά, στη Μονεμβασιά της Λακωνίας. Εσπούδασε, “ιστορία του παρελθόντος και του μέλλοντος στη σύγχρονη σχολή του Αγώνα” και, μαζί, τους ανθρώπους, τους πόθους και τα πάθη τους. 


Επάγγελμά του: ποιητής. Εδήλωνε “απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου” και διατράνωνε: “είμαι κι εγώ από την ίδια ράτσα· επιμένω· δεν το βάζω κάτω”.

 Το όνομά του, Γιάννης Ρίτσος. “Ερωτευμένος πάντα με τα δέντρα, τα πουλιά, τα ζώα και τους ανθρώπους, / ερωτευμένος προπάντων με το κάλλος των καθάριων στοχασμών / και με το κάλλος των νεανικών σωμάτων”.


 Νοσηλείες σε σανατόρια σε θέση απόρου, εξορίες, διωγμοί, απαγορεύσεις της ποίησής του, αλλά και έρωτες, φιλίες, ήρεμες οικογενειακές στιγμές. Και πάνω απ’ όλα, η “Ποίηση”. Μέσα από αυτήν “πάλεψε με τις λέξεις, με το χρόνο, με τα πράγματα”. 

Έδωσε θέση “στην πεταλούδα, στο χαλίκι, στ’ αλογάκι της Παναγίας, / στους ολονύκτιους στεναγμούς των άστρων, στη δροσοστάλα / που πέφτει απ’ το ροδόφυλλο, στ’ άρρωστο αηδόνι, στις μεγάλες σημαίες, / στο γαλάζιο, στο κόκκινο, στο κίτρινο”. Πλούτισε “τον κόσμο με μόχθο κι εγκαρτέρηση”. Να τον θυμόμαστε.

«(…) να μην κάνεις κατάχρηση της εξουσίας που σου δόθηκε στ’ όνομα του μεγαλύτερου ιδανικού της ελευθερίας,


να μην κάνεις κατάχρηση περιαυτολογίας στ’ όνομα του αντιατομισμού,

να μην κάνεις αγώνα προσωπικής επικράτησης στ’ όνομα της σεμνής, ανώνυμης μάζας (…)». 



Με τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Μίκη

    «Ανάμεσα σε τόσες νύχτες, τόσους βράχους, τόσους σκοτωμένους - είπε - εσύ Επανάσταση, μας άνοιξες τις φαρδιές λεωφόρους/ για μια πανανθρώπινη συνάντηση. (…)/ 

    Αν τίποτ' άλλο δεν κερδίσαμε, - είπε - μάθαμε τουλάχιστον/ πως αύριο θα συναντηθούμε (…)»


Με τον Στέλιο Καζαντζίδη και τον Λάκη Χαλκιά

    «Δε θέλαμε να πεθάνουμε. Κανένας δεν ήθελε να πεθάνει./ Δεν ήταν εύκολο - μην πεις - δεν ήταν εύκολο.(...)/ Ο Αλέκος είπε:/ "Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της, και συ να λείπεις,/ να 'ρχονται οι Ανοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα, και συ να λείπεις, να 'ρχονται τα κορίτσια στα παγκάκια του κήπου με χρωματιστά φορέματα, και συ να λείπεις,(…)/ δυο στόματα να φιλιούνται στον ίσκιο, και συ να λείπεις,/ σκέψου δυο χέρια να σφίγγονται, και σένανε να σου λείπουν τα χέρια/ δυο κορμιά να παίρνονται, και συ να κοιμάσαι κάτου απ' το χώμα/ και τα κουμπιά του σακακιού σου ν' αντέχουν πιότερο από σένα κάτου απ' το χώμα/ κι η σφαίρα η σφηνωμένη στην καρδιά σου να μη λιώνει, όταν η καρδιά σου, που τόσο αγάπησε τον κόσμο, θα 'χει λιώσει".(...)/

    Την ίδια νύχτα πιάσαν τον Αλέκο./ Ο Αλέκος δε μαρτύρησε. Ο Αλέκος έμεινε κρεμασμένος τρία μερόνυχτα. Δε μαρτύρησε./ Ο Αλέκος πέθανε σα μέλος του Κόμματος./ Πέθανε σαν αληθινός σύντροφος. Την τελευταία στιγμή φώναξε: "Είναι χιλιάδες άστρα μέσα μας. Δεν μπορείτε να τα σκοτώσετε"./ Ετούτα τ' άστρα τα 'δωσε ο Αλέκος στη σημαία του Κόμματος (...)

    (…) να λείπεις - δεν είναι τίποτα να λείπεις.

Αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει,

θα 'σαι για πάντα μέσα σ' όλα εκείνα που γι' αυτά έχεις λείψει,

θα 'σαι για πάντα μέσα σ' όλο τον κόσμο».

    «Ήταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ. Πολύ μακρύς, αδελφέ μου./ Οι χειροπέδες βάραιναν τα χέρια./ Τα βράδια που ο μικρός γλόμπος κουνούσε το κεφάλι του λέγοντας “πέρασε η ώρα”/ εμείς διαβάζαμε την ιστορία του κόσμου σε μικρά ονόματα/ σε κάποιες χρονολογίες σκαλισμένες με το νύχι στους τοίχους των φυλακών/ σε κάτι παιδιάστικα σχέδια των μελλοθάνατων (...)/ πίσω απ' τα σίδερα του τμήματος μεταγωγών/ κοντά στο θάνατο που δε λέει “αύριο”/ ανάμεσα σε χιλιάδες δεκανίκια από πικρά σακατεμένα χρόνια/ εσύ λες “αύριο” και κάθεσαι ήσυχος και βέβαιος/ όπως κάθεται ένας δίκαιος άνθρωπος αντίκρυ στους ανθρώπους./

    Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους μπορεί να 'ναι κι από αίμα - όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα - μπορεί να 'ναι κι απ' το λιόγερμα που χτυπάει στον απέναντι τοίχο/ Κάθε δείλι τα πράγματα κοκκινίζουν πριν σβήσουν/ κι ο θάνατος είναι πιο κοντά(...)/

    Κείνες τις ώρες σφίγγεις το χέρι του συντρόφου σου,/ γίνεται μια σιωπή γεμάτη δέντρα/ το τσιγάρο κομμένο στη μέση γυρίζει από στόμα σε στόμα/ όπως ένα φανάρι που ψάχνει το δάσος - βρίσκουμε τη φλέβα/ που φτάνει στην καρδιά της άνοιξης.

    Χαμογελάμε(…)/  Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν. Αυτό το χαμόγελο/ κι αυτόν τον ουρανό δεν μπορούν να μας τα πάρουν (...)»

    «Και να αδελφέ μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα κι απλά/ Καταλαβαινόμαστε τώρα, δε χρειάζονται περισσότερα./ Κι αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί./ Θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουνε το ίδιο βάρος σ' όλες τις καρδιές, σ' όλα τα χείλη./

    Έτσι να λέμε πια τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη./ Κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε,/ "Τέτοια ποιήματα, σου φτιάχνουμε εκατό την ώρα"./ Αυτό θέλουμε κι εμείς./

    Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε αδελφέ μου απ' τον κόσμο./

Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο./(...)

    Ήταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ... δύσκολος δρόμος./ Τώρα είναι δικός σου αυτός ο δρόμος. Τον κρατάς/ όπως κρατάς το χέρι του φίλου σου και μετράς το σφυγμό του/ πάνου σε τούτο το σημάδι που άφησαν οι χειροπέδες./

Κανονικός σφυγμός. Σίγουρο χέρι. Σίγουρος δρόμος».



Με τον Μάνο Κατράκη στη Μακρόνησο

    «Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,/ πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,/ Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω/ και δε σαλεύεις, δε γρικάς τα που πικρά σου λέω;(...)/

    Πουλί μου, εσύ που μου 'φερνες νεράκι στην παλάμη/ πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;/ Στη στράτα εδώ καταμεσής τ' άσπρα μαλλιά μου λύνω/ και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.(...)/

    Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,/ άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω/  Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις/ άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης(...)/

    Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά, ζεστή κι αντρίκεια/ τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια/ Και μου 'λεες, γιε, πως όλ' αυτά τα ωραία θα 'ναι δικά μας,/ και τώρα εσβήστης κι έσβησε το φέγγος κι η φωτιά μας./

    Βασίλεψες, αστέρι μου, βασίλεψε όλη η πλάση,/ κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο, το φέγγος του έχει μάσει./ Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει/ κι εμέ το μάτι ουδέ γυρνά κι ουδέ σε παρατάει./

    Και δες, μ' ανασηκώνουνε χιλιάδες γιους ξανοίγω,/ μα, γιόκα μου, απ' το πλάγι σου δε δύνουμαι να φύγω./ Ομοια ως εσένα μου μιλάν και με παρηγοράνε/ και την τραγιάσκα σου έχουνε, τα ρούχα σου φοράνε.(...)/

     Και να που ανασηκώθηκα το πόδι στέκει ακόμα,/ φως ιλαρό, λεβέντη μου, μ' ανέβασε απ' το χώμα./ Τώρα οι σημαίες σε ντύσανε. Παιδί μου, εσύ, κοιμήσου,/ κι εγώ τραβάω στ' αδέρφια σου και παίρνω τη φωνή σου./

    Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι./ Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε./ Δες, πλάγι μας περνούν πολλοί, περνούν καβαλαραίοι, -/ όλοι στητοί και δυνατοί και σαν κι εσένα ωραίοι./

    Ανάμεσά τους, γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο, -/ το θώρι σου στο θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.(...)/

    Κι ακολουθάς και συ νεκρός, κι ο κόμπος του λυγμού μας/ δένεται κόμπος του σκοινιού για το λαιμό του οχτρού μας./ Κι ως το 'θελες (ως το 'λεγες τα βράδια με το λύχνο)/ ασκώνω το σκεβρό κορμί και τη γροθιά μου δείχνω./

    Κι αντίς τ' άφταιγα στήθια μου να γδέρνω, δες, βαδίζω/ και πίσω από τα δάκρυα μου τον ήλιον αντικρίζω./ Γιε μου, στ' αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,/ σου πήρα το ντουφέκι σου, κοιμήσου, εσύ, πουλί μου».


    «Γιε μου, είχε συναχτεί προψές το βράδι/ όλ' η φτωχολογιά μας, η αργατειά μας/ οι ματιές τους αστράφταν στο σκοτάδι/ σαν κάρβουνα πυρά και τρομερά/ κι ανάμεσά τους χτύπαγε η καρδιά μας/ γιομάτη εμπιστοσύνη και χαρά/

    Έτσι, καθώς με κλείναν γύρα – γύρα/ μορφές που ιδρώσαν, κλάψαν και πασκίσαν,/ ψημένες απ' του πέλαου την αρμύρα,/ σκαμμένες απ' το κρύο κι απ' το χιονιά,/ ένιωσα, τάχα, αδέλφια μου πως είσαν/ κ' ήβρα στη σκιά τους ήλιο, απανεμιά/

    Στη μέση της πλατείας κάποιος μιλούσε/ δεν ξέρω ποιος, μα ξέρω ότι η λαλιά του/ την ίδια την καρδιά μου αντιλαλούσε:/ "Μας κλέβουν τον ιδρώ μας, το ψωμί,/ για να φτιάξουνε σύνεργα θανάτου,/ και βόλια μας πετούν για πλερωμή"./

    Και τότε οι γαλονάδες πέσαν, γιε μου,/ κ' είδα να δέρνουν, να τσαλαπατάνε/

κ' είδα τη φρίκη ακέρια του πολέμου./ Μας λένε: "οι Τούρκοι, οι Βούλγαροι είναι οχτροί"/ μα τους Ρωμιούς, Ρωμιοί να τους χτυπάνε;/ Γιε μου, έχεις δίκιο, εχτροί μας είναι Αυτοί».


    «Είναι λάθος να χωρίζουμε την ποίηση σε κατηγορίες. Η ποίηση είναι απέραντη σαν τη ζωή, ένα διαρκές γίγνεσθαι. Στο χώρο της δεν υπάρχουν όρια, δεν υπάρχουν απαγορεύσεις.

     Σε μια ομιλία του ο Ελυάρ είχε πει ότι, ενώ παλιότερα πίστευε πως υπάρχουν λέξεις απαγορευμένες για την ποίηση, αργότερα πείστηκε πως δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Μέσα και πάνω στις λέξεις του ποιητή αποτυπώνονται πολιτιστικές μνήμες αιώνων, αποθησαυρίζεται η παγκόσμια ιστορία.

    Το ποίημα ξεπηδάει από μιαν ανάγκη ν' αποδοθεί η σιωπή, από μιαν εντολή της ανθρώπινης προϊστορίας, ιστορίας και μεθιστορίας. Μια εντολή που δίνεται στον ποιητή άθελά του κι εκφράζεται μέσα απ' αυτόν.

     Γράφοντας ποίηση κάνει, χωρίς να το ξέρει, μια μάχη, σώμα με σώμα, με το θάνατο. Κι όταν λέμε θάνατο δεν εννοούμε μόνο τον φυσικό, αλλά και όλες τις μορφές κοινωνικού θανάτου.

     Η καταπίεση, η σκλαβιά, οι επιθυμίες που δεν εκπληρώνονται, όλα αυτά είναι μια καθημερινή εκτέλεση, ένας θάνατος. Κι όσο θα υπάρχει ο θάνατος, θα υπάρχει και η αντίσταση στο θάνατο. Μια αναμέτρηση μ' αυτή τη μορφή του θανάτου είναι η πολιτική ποίηση (ή τουλάχιστον η δική μου πολιτική ποίηση) μια μάχη για να φτάσουμε στο "αταξικό γαλάζιο"».


Με την Φαλίτσα και την κόρη τους, την Ερη

    «(...) Α, ναι, πόσες ανόητες μάχες, ηρωισμοί, φιλοδοξίες, υπεροψίες,/ θυσίες και ήττες και ήττες, κι άλλες μάχες, για πράγματα που κιόλας/ ήταν από άλλους αποφασισμένα, όταν λείπαμε εμείς. Και οι άνθρωποι, αθώοι/ να χώνουν τις φουρκέτες των μαλλιών μες στα μάτια τους, να/ χτυπούν το κεφάλι/ στον πανύψηλο τοίχο, γνωρίζοντας βέβαια πως ο τοίχος δεν πέφτει/ ούτε ραγίζει καν, να δουν τουλάχιστον μέσ' από μια χαραμάδα/ λίγο γαλάζιο ασκίαστο απ' το χρόνο και τη σκιά τους.

    Ωστόσο - ποιος ξέρει -ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να/ αρχίζει η ανθρώπινη ιστορία, που λέμε, κι η ομορφιά του άνθρωπου (...).»

    «Τα καζάνια του λαϊκού συσσιτίου χτυπάν όλη νύχτα σαν ταμπούρλα./ Νύχτα αποφασισμένη. Συνοικίες γκαστρωμένες/  με την κοιλιά τους βαριά από πείνα από καημό κι από άγιο μίσος. Πάνου στο πεζούλι/ ο λαϊκός ρήτορας: / "Σύντροφοι". Τίποτ' άλλο. Ενα σπίρτο. Το φυτίλι./  Κι οι μεγάλες δρασκελιές μιας σημαίας πάνου απ' τον ύπνο./ Κι η μεγάλη αψίδα της νύχτας όλη βαμμένη με πελώρια σφυροδρέπανα αγρύπνιας (...)/

    Ένα παράθυρο ανοίγει. Κι ένα άλλο. Αυτός σκουπίζει/ τον ιδρώτα του./ Καλημέρα - είπε. Καλημέρα. Ζέστη σήμερα. Μεγάλη ασβεστωμένη κάτοψη./

Κι η πινακίδα - ξύλινη τετράγωνη - αυτό όλο κι όλο - είπε,/ τίποτ' άλλο -/ στη διασταύρωση εκεί: "Από εδώ προς τον ήλιο". Μεθαύριο/ που θα περνάνε μες στον ήλιο με σημαίες κι εργαλεία/ μπορεί και κάποιος να σταθεί μια σύντομη στιγμή και να ρωτήσει:/ "Ποιος να 'γραψε με τόσο αδέξια γράμματα τούτη την πινακίδα;"/ και κάποιος άλλος ίσως να θυμάται και να πει:/

    "Ο Γιάννης Ρίτσος- ποιητής της τελευταίας προ Ανθρώπου εκατονταετίας"».

    «Σηκώθηκα κι έκανα τα τρία βήματα που απομένανε. Με περιμένανε όλοι, όλοι. Δεν έλειπε κανείς, ούτε και η άδεια μου καρέκλα, ούτε η πένα που θα υπόγραφα. Όλοι και όλα ήταν εκεί.

-Δεν θα σας απασχολήσω πολύ κύριοι, είπα.

 -Καθίστε.

-Όχι, ευχαριστώ. Ήρθα μόνο να σας πω ότι δεν θα υπογράψω.

-Πως; Μα το πρωί…

-Έχετε δίκιο. Όμως, πριν μπω εδώ, σταμάτησα και κουβέντιασα με τη συνείδησή μου.

-Έκανες σε κανένα κακό; Τη ρώτησα. Μου είπε: Όχι. Αγαπάς όλο τον κόσμο; Μου απάντησε, ναι. Αγαπάς πολύ την Ελλάδα; Μου είπε: Απέραντα. Βλέπετε κύριοι αυτά τα πράγματα οι άνθρωποι τα ζουν, δεν τα υπογράφουν. Και έφυγα.   

Έτσι που ακουμπούσαν τα μάγουλά μας πάνω στα χέρια μας, είχανε τόσο τρέξει τα δάκρυα που τα μανίκια μας ήτανε μουσκεμένα. Εκείνη την ώρα δεν ζούσαμε. Ήτανε μια υπέροχη κοινωνία.

-Γιάννης Ρίτσος (…)»

( Απόσπασμα από την αφήγηση του ζωγράφου Μάνθου Κέτση, συνεξόριστου του Γιάννη Ρίτσου, για το πώς ο ποιητής αρνήθηκε την υπογραφή δήλωσης μετανοίας στο διοικητήριο των βασανιστών του στη Μακρόνησο – «Γιάννης Ρίτσος, Κινηματογραφική αυτοβιογραφία, Γιώργος και Ηρώ Σγουράκη, έκδοση Αρχείο Κρήτης»)



Ο Γιάννης Ρίτσος,

που όταν το 1972 ο Πάμπλο Νερούδα παρέλαβε το Νόμπελ Λογοτεχνίας δήλωσε: «Ξέρω κάποιον άλλο με περισσότερα προσόντα γι' αυτή την τιμή: τον Γιάννη Ρίτσο»,

που ο Παλαμάς έγραψε εκείνο το «παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσεις»,  

που δεν τιμήθηκε ποτέ με το Νόμπελ Λογοτεχνίας αλλά με φυλακίσεις, με εξορίες και εκτοπίσεις,

που δεν εννόησε ποτέ να συνθηκολογήσει με τους δεσμοφύλακές του, που ως εξόριστος και δεσμώτης, στις δικές τους προτροπές να «υπογράψει», εκείνος άπλωνε τα χέρια για να του περάσουν κι άλλες χειροπέδες,

που στις συστάσεις να «συμμορφωθεί», εκείνος απαντούσε γράφοντας ποιήματα ίδια και καλύτερα με εκείνα που τον είχαν οδηγήσει στη φυλακή,

που ο Αραγκόν έβλεπε στην ποίησή του «το βίαιο τράνταγμα μιας μεγαλοφυΐας»,

που ο Λειβαδίτης έλεγε ότι η ποίησή του ήταν συνώνυμη ενός κόσμου που «γίνεσαι ικανός και να πεθάνεις ακόμα για έναν τέτοιο κόσμο»,

που στο ερώτημα αν ήταν ποιητής γιατί ήταν κομμουνιστής ή αν ήταν κομμουνιστής γιατί ήταν ποιητής, εκείνος απευθυνόμενος στον Χαρίλαο Φλωράκη και στο ακροατήριο της εκδήλωσης για τα 75χρονα του ποιητή που διοργάνωσε προς τιμήν του το ΚΚΕ, απαντούσε: «Ο,τι είμαι κι ό,τι έχω σας το χρωστάω»,

που πορεύθηκε όπως έλεγε ο Σολωμός, κρατώντας «πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου»,

που πορεύθηκε με πυξίδα ότι «ο δρόμος ο πιο μακρινός είναι ο πιο κοντινός»,

που πορεύθηκε μια ζωή λέγοντας ότι «η ζωή θα σε πει σύντροφο, τα έργα σου θα σε κάνουν σύντροφο, να αξίζουν τα έργα σου»



Η ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε στη Μονεμβασιά την Πρωτομαγιά του 1909(σύμφωνα με το παλιό ημερολόγιο), σε αρχοντική οικογένεια, τέταρτος και τελευταίος γόνος του Ελευθέριου Ρίτσου και της Ελευθερίας Βουζουναρά. Η οικογένεια  ήταν μεγαλοκτηματίες της περιοχής,αλλά  καταστράφηκε οικονομικά λίγα χρόνια αργότερα Τα πρώτα χρόνια της ζωής του «μπολιάζονται» από την επαφή με τη φύση, τις λαϊκές ιστορίες και τα πανηγύρια που τον φέρνουν σε επαφή με τον πλούτο της παράδοσης του λαού μας.
 Στο σχολείο πήγε πολύ νωρίς, μόλις τεσσεράμισι ετών με συμμαθήτρια την αδελφή του Λούλα. Όπως αποκάλυψε ο ίδιος δεν τα πήγαινε πολύ καλά με τα γράμματα. Ήταν δε και άτακτος και γι' αυτό αρκετές φορές τις πέρασε όρθιος στην γωνία, τιμωρημένος. Ό,τι δεν του έδωσε το σχολείο, του το έδωσε η μητέρα του. Η Ελευθερία Ρίτσου ήταν πολύ ανοιχτό μυαλό. Όταν ξέσπασε η Οκτωβριανή Επανάσταση, άρχισε να αγοράζει αριστερά βιβλία, κάτι που έκανε τον Ελευθέριο Ρίτσο να οργίζεται. Όμως ο Γιάννης, «ο Γιάννος της» άκουγε σαν μαγεμένος την μάνα του να του μιλάει.

Το 1918 ο Ρίτσος εγγράφεται στο Σχολαρχείο της Μονεμβασιάς. Το 1921 πεθαίνει από φυματίωση ο αδελφός του Μίμης, ο μεγαλύτερος γιος, δόκιμος αξιωματικός του ναυτικού, . Ο Ρίτσος εγγράφεται στο Γυμνάσιο Γυθείου. Την ίδια χρονιά πεθαίνει από φυματίωση η μητέρα του σε σανατόριο στην Πορταριά Πηλίου, χωρίς ποτέ να μάθει τον θάνατο του Μίμη. Το «νεκρό σπίτι» έμελλε να σφραγίσει τη ζωή και το έργο του.

Τα πρώτα του ποιήματα δημοσιεύονται στη "Διάπλαση των παίδων" το 1924, με το ψευδώνυμο «Ιδανικό όραμα».
Το 1925 έρχεται με την αδελφή του Λούλα στην Αθήνα. Εργάζεται ως δακτυλογράφος και προσλαμβάνεται στην Εθνική Τράπεζα ως αντιγραφέας στην συμβολαιογραφική της υπηρεσία. Το 1926 ο Γιάννης Ρίτσος προσβάλλεται και αυτός από φυματίωση. Το 1927 νοσηλεύεται στην κλινική Παπαδημητρίου και λίγο αργότερα μέσα στην χρονιά νοσηλεύεται στην «Σωτηρία» όπου θα μείνει ως το 1930. Η ζωή του για πολλά χρόνια θα μοιράζεται ανάμεσα σε φθισιατρεία και σε διάφορες δουλειές με εξευτελιστικούς όρους (ηθοποιός, χορευτής, διορθωτής και επιμελητής κειμένων). Στο σανατόριο "Σωτηρία" όπου νοσηλεύεται από το 1927 ως το 1930, γνωρίζεται με μαρξιστές διανοούμενους καθώς και με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη.

Τον Μάιο του 1930 παίρνει υποχρεωτικά εξιτήριο από την «Σωτηρία» και μεταφέρεται στοΆσυλο Φυματικών της Καψαλώνας,  έξω από τα Χανιά της Κρήτης. Έμεινε εκεί για ένα χρόνο και μετά από προσωπική του καταγγελία σε τοπική εφημερίδα, για τις άθλιες συνθήκες ζωής, που επικρατούσαν,  μεταφέρθηκε μαζί με όλους τους τρόφιμους στο σανατόριο Άγιος Ιωάννης.

Τον Οκτώβρη του 1931 επέστρεψε στην Αθήνα και ανέλαβε τη διεύθυνση του καλλιτεχνικού τμήματος της Εργατικής Λέσχης. Εκεί σκηνοθέτησε και συμμετείχε σε παραστάσεις. Η υγεία του βελτιώθηκε σταδιακά, το ίδιο και τα οικονομικά του με τη βοήθεια της αδερφής του Λούλας, η οποία είχε στο μεταξύ παντρευτεί και φύγει για την Αμερική.
Το 1932 ο πατέρας του Ελευθέριος Ρίτσος εισάγεται στο Δαφνί.

Το 1933 ο Ρίτσος στρέφεται για βιοποριστικούς λόγους στο εμπορικό θέατρο, για τέσσερα χρόνια στους θιάσους Ζωζώς Νταλμάς, Ριτσιάρδη και Μακέδου. Το 1933 συνεργάζεται με το περιοδικό της Αριστεράς  '' Πρωτοπόροι ''.  Στο χώρο της δημοσιογραφίας εμφανίστηκε επίσης στις στήλες του "Ριζοσπάστη", όπου δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή "Τρακτέρ" με το ψευδώνυμο Ι. Σοστίρ- και των "Ελεύθερων Γραμμάτων" το 1945. 
Το 1934, προσλήφθηκε ως επιμελητής εκδόσεων του οίκου Γκοβόστη.Το 1935 κυκλοφορεί το δεύτερο βιβλίο του με τον τίτλο «Πυραμίδες».Χρησιμοποιώντας τον παραδοσιακό στίχο, στις συλλογές «Τρακτέρ» και  «Πυραμίδες», εκφράζει τους νέους προσανατολισμούς του, επιχειρώντας μια ρήξη που αποδεικνύεται, όμως, αρκετά επώδυνη.

Στις 11 Ιουνίου του 1935 ο Γ. Ρίτσος γράφει το ποίημα «Μνημόσυνο», αφιερωμένο στη μνήμη του Γερμανού κομμουνιστή Σούλτσε, ο οποίος δολοφονήθηκε από τους ναζί και μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, του απονεμήθηκε το παράσημο της «Κόκκινης Σημαίας». Το ποίημα δημοσιεύθηκε στις 14 Ιουνίου, στον Ριζοσπάστη.

Η απεργία της 9ης Μαΐου 1936 στην Θεσσαλονίκη, που είχε ξεκινήσει την Πρωτομαγιά από τους καπνεργάτες της Καβάλας και έγινε πανεργατική, χτυπήθηκε από τον στρατό. Δολοφονείται ο οδηγός Τάσος Τούσης. Οι εργάτες τον μεταφέρουν πάνω σε μια πόρτα στην κλινική Ανδρεάδη όπου διαπιστώνεται ο θάνατος του και κατόπιν πηγαίνουν πορεία προς το Διοικητήριο. Η μάνα του Τάσου ανήσυχη βγαίνει να δει τι γίνεται χωρίς να ξέρει τίποτα ακόμα. Ξεσπά σε θρήνο μόλις μαθαίνει για τον θάνατο του γιού της αλλά δεν σταματά την πορεία. 

Στο δρόμο ένα τεθωρακισμένο όχημα σταματά την πορεία αλλά μόλις αντιλαμβάνονται ότι οι εργάτες δεν θα υποχωρήσουν πυροβολούν. Το πλήθος ακουμπά την πόρτα κάτω στο δρόμο. Η μάνα πέφτει πάνω στο σώμα του παιδιού της και μοιρολογεί. Η φωτογραφία δημοσιεύεται στον «Ριζοσπάστη» της 10ης Μαΐου.
Ο Ρίτσος συγκλονίζεται. Κλείνεται στην σοφίτα του της οδού Μεθώνης και γράφει κλαίγοντας σαν παιδί.

 Την επόμενη μέρα παραδίδει τρία άσματα από το ποίημα που θα ονομαστεί «Επιτάφιος». Τα δημοσίευσε ο «Ριζοσπάστης» της 12ης Μαΐου με τον τίτλο «Μοιρολόι».

Ο Ρίτσος παράλληλα συμπληρώνει τον «Επιτάφιο» με άλλα 11 άσματα. Το βιβλίο τυπώθηκε και διαδόθηκε με φοβερή ταχύτητα. Πουλήθηκαν 10.000 αντίτυπα, αριθμός ρεκόρ για την εποχή. Όταν έγινε η δικτατορία της 4ης Αυγούστου είχαν απομείνει μόνο 250 αντίτυπα. Κάηκαν στους στύλους του Ολυμπίου Διός μαζί με άλλα «ανατρεπτικά» βιβλία.

Η περίοδος 1937- 1943 είναι η περίοδος της λυρικής έκρηξης. Το 1937,  νοσηλεύεται στο σανατόριο της Πάρνηθας. Τον επόμενο χρόνο προσλαμβάνεται στο Βασιλικό Θέατρο και το 1940 στη Λυρική Σκηνή.
Συγκλονισμένος από την ψυχική ασθένεια της αδελφής του Λούλας, που οδηγείται στο Δαφνί, γράφει «Το τραγούδι της αδελφής μου». Είναι το ποίημα που θα του εξασφαλίσει το «χρίσμα» από τον ηλικιωμένο Παλαμά: «Παραμερίζουμε, Ποιητή, για να περάσεις».

Η «Εαρινή συμφωνία» το1938, έρχεται να επουλώσει πληγές: Ψυχική ανάταση μπροστά στο θαύμα του πρωτοφανέρωτου έρωτα. Πεθαίνει ο πατέρας του. Το 1939 βγαίνει από το ψυχιατρείο η Λούλα. Στο «Εμβατήριο του ωκεανού» 1940, το όνειρο του μεγάλου ταξιδιού τρέφεται με μνήμες του μονεμβασιώτικου βράχου.

Στις 27 Απριλίου του 1941 οι Γερμανοί μπαίνουν στην Αθήνα. Το Σεπτέμβριο ιδρύεται το ΕΑΜ. Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής ο Γιάννης Ρίτσος Φιλοξενείται στο σπίτι του Τάσου και της Μιράντας Φιλιακού, χορευτών που γνωρίζει από τη Λυρική Σκηνή. Το σπίτι αυτό, στην οδό Παπαναστασίου, θα αποτελέσει τη μόνιμη κατοικία του Ρ. μέχρι την εποχή της δεύτερης εξορίας του, κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας.

Το 1942, ο Γιάννης Ρίτσος προσχωρεί στο μορφωτικό τμήμα του ΕΑΜ. Είναι κατάκοιτος. Η ασθένεια σε συνδυασμό με τις συνθήκες υποσιτισμού βάζουν και πάλι τη ζωή του σε κίνδυνο. Το Νοέμβριο, ο δημοσιογράφος Αλέξανδρος Λιδωρίκης από τις στήλες της εφημερίδας «Ακρόπολις» απευθύνει έκκληση στο αναγνωστικό κοινό για τη σωτηρία του ποιητή που συνοδεύεται από σχετική επιστολή του ηθοποιού Στέλιου Βόκοβιτς.

Τον Νοέμβριο του 1942 δημοσιεύεται στην «Ακρόπολη» σε χρονογράφημα του Λιδωρίκη, επιστολή Ανοίγεται δημόσιος έρανος. Ο Ρίτσος αρνείται ευγενικά την προσφορά και παρακαλεί θερμώς όλους εκείνους που εξεδήλωσαν την αγάπη τους προς αυτόν να κατευθύνουν τις όποιες προσφορές τους προς την Επιτροπή για τους δεινοπαθούντες λογοτέχνες.

Προσχωρεί στο μορφωτικό τομέα του ΕΑΜ. Συστήνει στον Κ. Γκοβόστη τον νεαρό Αριστοτέλη Βασιλειάδη που έχει γνωρίσει τον προηγούμενο χρόνο και ο οποίος ξεκινά να εργάζεται ως μεταφραστής. Προκειμένου μάλιστα να αποφευχθεί η σύγχυση που δημιουργεί η συνωνυμία του νεαρού με άλλο μεταφραστή που δουλεύει για τον εκδοτικό οίκο ο Ρίτσος επινοεί για το φίλο του ένα ψευδώνυμο. Εμφανίζεται έτσι στα ελληνικά γράμματα ο Άρης Αλεξάνδρου.

Αρχίζουν να γράφονται οι «Μετακινήσεις», που θα ολοκληρωθούν το 1949. Ο σκληρός απολογισμός του χειμώνα της Μεγάλης Πείνας γίνεται στην «Τελευταία π. Α. Εκατονταετία» (προ Ανθρώπου), που γράφεται αυτό το καλοκαίρι, Ιούλιο με Αύγουστο:
Λειώσαν τα χιόνια κατέβηκαν ποτάμια 
φύγαν κι αυτά.
Ο θάνατος περπατούσε μεσ’ στη
λάσπη τα χειράμαξα στη λάσπη
Απάνου στην πεσμένη πόρτα του
καλοκαιριού κουβάλαγαν
τους πεθαμένους.  

Το 1943 εκδίδεται η «Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής» με τίτλο «Μακρινή εποχή εφηβείας» και η «Δοκιμασία», με τίτλο «Παραμονές ηλίου». Την έντονη μουσικότητα διαδέχεται ένας υπόγειος ρυθμός. Εμφανίζονται σταδιακά συμβολικές αναφορές στη ζοφερή κατοχική πραγματικότητα. Η τελευταία ποιητική σύνθεση με τον τίτλο «Παραμονές ήλιου» απαγορεύεται από την γερμανική λογοκρισία.
Από την «Τελευταία π. Α. εκατονταετία»,1942, που γράφεται παράλληλα με τη «Δοκιμασία», αρχίζει μια καινούργια περίοδος, η οποία καλύπτει όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια. Πρόκειται σχεδόν αποκλειστικά για ποιήματα του αγώνα και της εξορίας, τα οποία, αν και διαφέρουν μορφολογικά μεταξύ τους, τα συνδέουν η θεματική συνάφεια και η νωπή ιστορική εμπειρία. Η κοινότητα του πόνου θα εκφραστεί με τη μορφή του χορικού, «Τρία χορικά», 1944-1947.

 Στη διάρκεια του 1944, γράφει θεατρικά έργα και το πεζό  «Στους πρόποδες της σιωπής», το οποίο καίγεται, μαζί με όλο του το αρχείο στα Δεκεμβριανά, στη διάρκεια των οποίων βρίσκεται συχνά για λογαριασμό του ΕΑΜ, στην ελεύθερη Καισαριανή. Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής, ο ποιητής είναι καθηλωμένος στο κρεβάτι από σοβαρή υποτροπή της αρρώστειας.

 Το Μάιο του 1944, στη διάσκεψη του Λιβάνου, αποφασίζεται η συγκρότηση κυβέρνησης εθνικής ενότητας με πρωθυπουργό τον Γ. Παπανδρέου.
Στις 26 Ιουλίου η Ηλέκτρα Αποστόλου εκτελείται από τους Γερμανούς. Ο Γιάννης Ρίτσος., που έχει στο παρελθόν συνεργαστεί μαζί της στα πλαίσια καλλιτεχνικών επιχειρήσεων του ΕΑΜ, γράφει για τον τραγικό θάνατό της το ποίημα «Ηλέκτρα».

Τον Αύγουστο η Λυρική σκηνή ανεβάζει στο θέατρο του Ηρώδου του Αττικού τον Πρωτομάστορα του Μανώλη Καλομοίρη. Ο Ρίτσος μετέχει στο μπαλέτο της όπερας. Είναι η τελευταία χορευτική του εμφάνιση στη Λυρική σκηνή.   

Τα γερμανικά στρατεύματα υποχωρούν και τα ελληνικά εδάφη σταδιακά απελευθερώνονται. Στις 12 Οκτωβρίου οι Γερμανοί φεύγουν από την Αθήνα. Ο Γιάννης Ρ ίτσος. διαπιστώνει την καταστροφή του αρχείου του, που είχε εμπιστευθεί προς φύλαξη τα χρόνια της δικτατορίας και της Κατοχής.

Το Νοέμβριο, στο πλαίσιο των εορταστικών εκδηλώσεων για τα 26χρονα του ΚΚΕ, δίνεται μια παράσταση του Επιταφίου στο κέντρο Μαξίμ σε σκηνοθεσία Γιώργου Σεβαστίκογλου. Είναι η πρώτη παράσταση έργου του Ρίτσου, στην οποία μάλιστα συμμετέχουν η Αλέκα Παΐζη και η Ασπασία Παπαθανασίου.

Μετά τα Δεκεμβριανά, καθώς οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ διατάσσονται να εκκενώσουν την πρωτεύουσα, ο Ρίτσος παραδίδει το αρχείο του προς φύλαξη σε έμπιστά του άτομα Ανάμεσα στα χειρόγραφα υπάρχει και το εκτενές πλέον μυθιστόρημα Στους πρόποδες της σιωπής.Ακολουθεί το κύριο σώμα της φάλαγγας. Οι βασικές στάσεις στην πορεία που ακολουθεί είναι Λαμία, Τρίκαλα, Βόλος, Κοζάνη. 

Στα Τρίκαλα συναντά τον Άρη Βελουχιώτη. Ως συνεργάτης του «Θεάτρου του Λαού της Αθήνας» συγγράφει το μονόπρακτο Η Αθήνα στ’ άρματα, που παρασταίνεται στην Κοζάνη και γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Πρόκειται για το έργο βάσει του οποίου  θα συγγράψει το τρίπρακτο δράμα Μάνα και πολύ αργότερα το Πέρα απ’ τον ίσκιο των κυπαρισσιών.
Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας στις 12 Φεβρουαρίου επιστρέφει με πλήθος κόσμου στην Αθήνα. Διαπιστώνει ότι το αρχείο του έχει καταστραφεί.

«... ο Γιάννης μας είχε διηγηθεί ότι το Δεκέμβρη του ’44, όταν εγκατέλειπε την Αθήνα με πλήθος κόσμου περνώντας με τα πόδια λαγκάδια και βουνά, άφησε όλα του τα τελευταία χειρόγραφα σε κάποιους φίλους και μετά τη Βάρκιζα που γύρισε στην Αθήνα πήγε να τα ζητήσει κι εκείνοι του είπανε: «Γινότανε χαμός φοβηθήκαμε μη μας κάνουν έρευνα και τα κάψαμε». Κι ο Ρίτσος του συγχώρεσε. «Αφού φοβήθηκαν οι άνθρωποι…».

Ανάμεσα στα χειρόγραφά του που χάθηκαν βρίσκονταν κατά μαρτυρία του ίδιου δύο μεγάλα μυθιστορήματα, μια σειρά διηγημάτων, τρία αισθητικά δοκίμια κ.α. Ωστόσο, ό,τι αφήνει στο σπίτι των Φιλιακών στην οδό Παπαναστασίου, σώζεται. Σε αυτά τα διασωθέντα χειρόγραφα συγκαταλέγεται και η πρώτη γραφή του μυθιστορήματος «Ασκήσεις ειλικρινείας», βάσει του οποίου θα προκύψει χρόνια αργότερα το πεζό «Αρίοστος ο Προσεχτικός» που αφηγείται στιγμές του βίου του και του ύπνου του.
Συνεργάζεται με τα Ελεύθερα Γράμματα, όπου δημοσιεύει κυρίως μια σειρά μικρά αφηγήματα, και σποραδικά με τον Ριζοσπάστη και τη Νέα Γενιά. Στην κεντρική Λέσχη της ΕΠΟΝ, όπου συχνάζει, συναναστρέφεται ομάδα νέων ποιητών, ανάμεσα στους οποίους και ο Τάσος Λειβαδίτης. Στον ίδιο χώρο γνωρίζεται με τον Μίκη Θεοδωράκη:

« Τον πρωτοείδα στη Λέσχη της ΕΠΟΝ, Ακαδημίας και Κριεζώτου, την Άνοιξη του 1945. Είχα αναλάβει να ανακαλύψω και να συγκεντρώσω τους άξιους νέους ποιητές και συγγραφείς, τον Κώστα Κοτζιά, τον Τάσο Λειβαδίτη, τον Μιχάλη Κατσαρό και τόσους άλλους, που το όνομα τους θα το γνώριζε κάποτε όλη η Ελλάδα.

Ο Ρίτσος, ο Βρεττάκος, ο Ρώτας ήταν αυτοί, που ακούγοντας τα κείμενά τους και συζητώντας μαζί τους μια φορά την εβδομάδα, θα βοηθούσαν ώστε να γεννηθεί μια νέα γενιά ποιητών και συγγραφέων, η γενιά της Αντίστασης. Αυτή που δεν θα έβλεπε τα τραγικά δρώμενα απ’ έξω, σαν θεατής, αλλά από μέσα, σαν συμπάσχον οργανικό τμήμα του μαρτυρικού μας λαού στο δρόμο προς τον Γολγοθά, όπως τον είχε καταδικάσει η σκληρή του μοίρα. Ήταν η σχολή του Γιάννη Ρίτσου…»

 Αρχίζει να γράφει τη «Ρωμιοσύνη» και την «Κυρά των Αμπελιών».

Τον Μάιο του 1945 επιστρέφει στην Αθήνα ο Νίκος Ζαχαριάδης από το Νταχάου. Ο Ρίτσος χαιρετίζει την επιστροφή του αφιερώνοντάς του το ποίημα «Ο σύντροφός μας Νίκος Ζαχαριάδης», που κυκλοφορεί την ίδια χρονιά από τις εκδόσεις Γκοβόστη. 
Τον ίδιο μήνα αυτοκτονεί ο Άρης Βελουχιώτης. Με αφορμή το θάνατό του ο Ρίτσος γράφει τον Ιούνιο «Το υστερόγραφο της δόξας», που θα παραμείνει αδημοσίευτο ώς τον Οκτώβριο του 1975. 

 Τον Ιούλιο συνθέτει το «Γράμμα στη Γαλλία» για τον πρώτο, μετά την απελευθέρωση, εορτασμό της γαλλικής εθνικής επετείου και το απαγγέλλει στις 14 του ίδιου μήνα σε λαϊκή συγκέντρωση στο Πεδίο του Άρεως. Ο Ροζέ Μιλλιέξ παρουσιάζει το ποίημα στο Παρίσι.

Υπογράφει για πρώτη φορά, το 1946, δημοσίευμα με το ψευδώνυμο Πέτρος Βελιώτης στα Ελεύθερα Γράμματα. Το ψευδώνυμο, που θα χρησιμοποιήσει και σε άλλες περιστάσεις μέχρι το 1958, εμπνέεται από το κτήμα στις Βελιές, όπου έχει περάσει αρκετά παιδικά καλοκαίρια

Το 1947, γνωρίζει τη μετέπειτα γυναίκα του Γαρυφαλιά Γεωργιάδη:

''Ήμουν ακόμη φοιτήτρια. Κάποιοι νέοι – τότε ήμασταν στην ΕΠΟΝ – με έστειλαν στον Ρίτσο να του ζητήσω βιβλία για να διαβάσουν. Το πήρα απόφαση. Την παραμονή του Ευαγγελισμού, 24 Μαρτίου του 1947, χτύπησα την πόρτα του. Όταν μου άνοιξε, του λέω «σας παρακαλώ θέλω τον κ. Ρίτσο». Μου απαντά: «ο ίδιος, περάστε…».

 Αρχίζει να επεξεργάζεται τη «Ρωμιοσύνη» και την «Κυρά των Αμπελιών».

Στον Εμφύλιο, εξορίζεται το 1948 στο Κοντοπούλι Λήμνου, όπου γράφει το «Καπνισμένο τσουκάλι» . Συγγράφει επίσης δύο «Ημερολόγια εξορίας» και τα θεατρικά «Τμήμα μεταγωγών» και «Οι άνθρωποι μοιάζουν με τα δέντρα». Τα δύο τελευταία θα καταστραφούν. Κατά την παραμονή του στη Λήμνο,  αλλά και σε όλους τους τόπους εξορίας, καταφεύγει στη ζωγραφική. Οι ακουαρέλες και τα σκίτσα που ζωγραφίζει στη Λήμνο σώζονται κρυμμένα σε ένα σακάκι που στέλνει στην αδερφή του Νίνα μαζί με άλλα προσωπικά του αντικείμενα.

Το 1949 μεταφέρεται στην Μακρόνησο. Συνεχίζει να γράφει, αν και απαγορεύεται. Zωγραφίζει όπου και όπως μπορεί: Σε πέτρες, ξύλα, κόκαλα ζώων. Συνεξόριστοί του, κυρίως ο Μάνος Κατράκης, κρύβουν τα ποιήματά του μέσα σε μπουκάλια και τα θάβουν στη Μακρόνησο, για να τα σώσουν.

Εδώ ο ποιητής θα γράψει το «Πέτρινος Χρόνος», Κρατά σημειώσεις για τη συλλογή Οι γειτονιές του κόσμου. Ανάμεσα στους συνεξόριστούς του είναι οι Λειβαδίτης, Δεσποτόπουλος, Κατράκης, Καρούσος. Σύντροφοί του, και κυρίως ο Μάνος Κατράκης, θάβουν τα χειρόγραφα αυτής της περιόδου και καταφέρνουν έτσι να τα περισώσουν. Ο Μάνος Κατράκης τα παραδίδει αργότερα στον συγγραφέα, ενώ εκείνος τα θεωρούσε χαμένα. Τα ζωγραφικά έργα βγαίνουν από το στρατόπεδο χάρη σε κάποιο συνεξόριστό του. Στο πιεστικό αίτημα των αρχών να υπογράψει «δήλωση μετανοίας» ο Γιάννης Ρίτσος αντιστέκεται και τελικά δεν υπογράφει.
Χαρακτηριστικό γεγονός, του πώς σημάδεψε την ζωή του η εξορία στην Μακρόνησο, είναι  πως ό,τι γράφτηκε για αυτήν, γράφτηκε «εκεί». 
Η Μακρόνησος δεν θα επανέλθει ποτέ πια στην ποίησή του μετά τον «Πέτρινο Χρόνο».

Τον Ιούλιο του 1950 ο Γιάννης Ρίτσος απολύεται βαριά άρρωστος από την Μακρόνησο. Τον Αύγουστο ξανασυλλαμβάνεται και στέλνεται πίσω. Το στρατόπεδο έχει αρχίσει να διαλύεται και μεταφέρεται στον Αη Στράτη.

« Η εγκατάστασή μας στο καινούριο στρατόπεδο συνάντησε πολλές και ποικίλες δυσκολίες, γιατί 3.000 περίπου άνθρωποι έπρεπε να βολευτούμε μέσα σε δυό χαράδρες και κάτω από σκηνές. Μετά το καταλάγιασμα αυτού του σάλου και με την αντιμετώπιση των πρώτων βασικών υλικών αναγκών, άρχισε να προκύπτει η ανάγκη μιας ψυχαγωγίας […] 

Μια πρωτοβουλία που αναλήφθηκε από καλλιτέχνες και διανοούμενους του στρατοπέδου είχε σαν πρώτο αποτέλεσμα τη συγκρότηση μιας Θεατρικής σκηνής και μιας χορωδίας που ο πυρήνας της υπήρχε από τη Μακρόνησο. Σ’ αυτό συνέβαλε φυσικά και ο Ρίτσος.

 Ένα βράδυ θυμάμαι πως ήρθε ο Ρίτσος και σε λίγο ο Φοίβος ο Ανωγειανάκης και μου είπαν πως είχαν ρίξει την ιδέα για ένα μικρό συγκρότημα από μαντολίνα, μαντόλες και κιθάρες στη βάση του κουαρτέτου. Μου είπαν ακόμα πως όσα όργανα έλειπαν θα τα φτιάχναν οι μαστόροι του στρατοπέδου...»

Στον Αϊ-Στράτη, το 1951, ο Ρίτσος γράφει τη συλλογή «Το ποτάμι κι’ εμείς» και ολοκληρώνει τη σύνθεση «Οι γειτονιές του κόσμου». 
Γράφει το «Γράμμα στον Ζολιό-Κιουρί» Αποσπάσματα από το ποίημα, που έχει καταφέρει να σταλεί στο Βουκουρέστι, μεταφράζονται στα γαλλικά από τη Μέλπω Αξιώτη και κυκλοφορούν εκτός εμπορίου. Είναι η πρώτη εμφάνιση μετάφρασης έργου του Ρίτσου σε αυτοτελή μορφή, η οποία βρίσκει πλατιά απήχηση.

Το 1952,  Συγκλονισμένος από την είδηση της εκτέλεσης του Μπελογιάννη ο Ρίτσος, γράφει στον Αϊ-Στράτη την ίδια μέρα, 30 Μαρτίου, το ποίημα  «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο». Συνεξόριστοί του αντιγράφουν το ποίημα σε τσιγαρόχαρτα και το «φυγαδεύουν» στη Ρουμανία, όπου και εκδίδεται από το εκδοτικό  «Νέα Ελλάδα», του ΚΚΕ . Στην ίδια πόλη κυκλοφορεί εντός του έτους και η γαλλική μετάφραση του ποιήματος.Είναι σε εξέλιξη αγώνες για την απελευθέρωση του ποιητή.

Λουλίτσα μου, χτες το βράδυ πήρα το τηλεγράφημά σου το σχετικό με την έφεση. Δεν ξέρω αν πρέπει να χαρώ ή όχι. Φοβάμαι μήπως δε γίνει τίποτα και ταλαιπωρηθώ άδικα στα τμήματα μεταγωγών. Θα δούμε ακόμη δεν είχα καμιά ειδοποίηση από τη Διοίκηση.

Λες να ανταμώσουμε σύντομα Λουλίτσα; Το ελπίζεις; Εγώ πολύ λίγο.

Δημιουργοί της παγκόσμιας διανόησης, όπως ο Λουί Αραγκόν,  ο Πάμπλο Νερούδα και ο Πάμπλο Πικάσσο δημιουργούν εκείνες τις συνθήκες πίεσης στο καθεστώς της Ελλάδας, ώστε το 1952 ο Ρίτσος απελευθερώνεται από τον Αη-Στράτη .

Ο Ρίτσος επιστρέφει τελικά από την εξορία τον Αύγουστο έχοντας μεταφέρει όλα τα ποιητικά και ζωγραφικά έργα αυτής της περιόδου φυλαγμένα σε δύο βαλίτσες με διπλό πάτο. Εργάζεται και πάλι στις εκδόσεις Γκοβόστη ως επιμελητής και διορθωτής κειμένων. Εκλέγεται στη Διοικούσα Επιτροπή της νεοσύστατης ΕΔΑ και συνεργάζεται με την εφημερίδα «Αυγή».

Το 1953, Κυκλοφορεί η έκδοση «Ποιήματα του Ναζίμ Χικμέτ», τη μετάφραση της οποίας υπογράφει ο Γιάννης Ρίτσος με το ψευδώνυμο Πέτρος Βελιώτης. Με αφορμή το θάνατό του Στάλιν ο Ρίτσος γράφει το ποίημα «Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς Στάλιν», που δημοσιεύει στην «Αυγή», και το ενσωματώνει στην εκτενέστερη σύνθεση «Μαυσωλείο», που είναι αφιερωμένη ολόκληρη στο Στάλιν και παραμένει ανέκδοτη.

Στις 23 Ιουνίου, τρεις μέρες μετά την εκτέλεση των Ρόζενμπεργκ, ο Ρίτσος δημοσιεύει στην Αυγή ποίημα που απευθύνει στα παιδιά τους: «Στον Μάϊκλ και στο Ρόμπυ Ρόζεμπεργκ». 

Την εποποιία της Αντίστασης ζωντανεύουν τα δίδυμα έργα «Ρωμιοσύνη» και «Η Κυρά των Αμπελιών» 1945-1947. Στον «Πέτρινο χρόνο» 1949, ο λόγος απογυμνώνεται, γίνεται κραυγή που ανεβαίνει από την κόλαση της Μακρονήσου. Συμπύκνωση, εξομολογητικότητα στα απέριττα «Ημερολόγια εξορίας». Παράλληλα, ένα ποίημα ποταμός 5.500 στίχων, «Οι γειτονιές του κόσμου» 1949-1951, «χρονικό» της δεκαετίας 1940-1950.

Με πολλά ενδιάμεσα στάδια, ο κύκλος κλείνει με την «Ανυπόταχτη πολιτεία»1952-1953, συνειδητοποίηση του βάθους της ήττας της αριστεράς με την επιστροφή στη μουδιασμένη και «εκσυγχρονιζόμενη» Αθήνα. Προσπάθεια επανένταξης και εσωτερικός αγώνας για την ανάκτηση των χαμένων ελπίδων.

Τον Απρίλιο του 1954 εκδίδεται η «Αγρύπνια», η πρώτη συλλογή με την οποία ο ποιητής. επανεμφανίζεται στα γράμματα μετά τη «Δοκιμασία». Περιέχει, ανάμεσα σε άλλες, τις σημαντικές συνθέσεις «Ρωμιοσύνη» και «Η Κυρά των Αμπελιών», ενώ εγκαινιάζει την παρουσία  ποιημάτων με τη μορφή χορικών.

Ο Νίκος και η Νανά Καλλιανέση ξεκινούν τις εκδοτικές του προσπάθειες, που θα καταλήξουν στη δημιουργία του «Κέδρου». 

Το 1954 ο Ρίτσος παντρεύεται τη γιατρό Φαλίτσα (Γαρυφαλιώ) Γεωργιάδη. Τα χρόνια που 

ακολουθούν είναι ανάπαυλα ειρήνης και γαλήνης στο σπιτικό περιβάλλον.
Τον Αύγουστο του 1955 γεννιέται η  κόρη του Έρη, για την οποία γράφει  το ευφρόσυνο «Πρωινό άστρο», που κυκλοφορεί τον Δεκέμβριο του 1955.

Το Φεβρουάριο του 1956 στο 20ό συνέδριο του Κ.Κ. καταδικάζεται ο Σταλινισμός και καταγγέλλεται η λεγόμενη «Προσωπολατρεία». Τον επόμενο μήνα η 6η ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ προχωρά στην καθαίρεση του Ν. Ζαχαριάδη.

Το καλοκαίρι ο Ρίτσος επισκέπτεται τη Σοβιετική Ένωση ως μέλος αντιπροσωπείας διανοούμενων. Καταγράφει τις εντυπώσεις του σε μια σειρά τριανταπέντε άρθρων που δημοσιεύονται στην Αυγή.
Το 1959 επισκέφτηκε τη Ρουμανία. Το 1962 επισκέφτηκε ξανά τη Ρουμανία όπου συναντήθηκε με το Ναζίμ Χικμέτ και κατόπιν πήγε στην Τσεχία και τη Σλοβακία, όπου ολοκλήρωσε την Ανθολογία Τσέχων και Σλοβάκων ποιητών, την Ουγγαρία και τη Λ. Δ. της Γερμανίας.

Το Δεκέμβριο του 1956 κυκλοφορεί από τον «Κέδρο» «Η γκρινιάρα κατσίκα και άλλα ρωσικά λαϊκά παραμύθια» του Αλέξη Τολστόη, τη «διασκευή» του οποίου στα ελληνικά υπογράφει  με το ψευδώνυμο Πέτρος Βελιώτης. Η επεξεργασία της συγκεκριμένης μετάφρασης είναι η αφορμή της γνωριμίας του Ρίτσου. με το ζεύγος Νίκου και Αθηνάς Καλλιανέση. Είναι η απαρχή μιας σχέσης που θα εξελιχθεί σε δυνατή προσωπική φιλία. Η Αθηνά Καλλιανέση θα αναλάβει έκτοτε την έκδοση και την ευθύνη της παρουσίας του έργου του Ρίτσου.

Η εποχή αυτή θα φέρει καινούργια καρποφορία. Εσωτερικές διεργασίες και αντικειμενικές συνθήκες αποδεσμεύουν πολύτιμη ύλη που θα οδηγήσει το έργο του στην αιχμή της σύγχρονης ποίησης. Είναι η περίοδος των υψηλών συλλήψεων και των ευρηματικών μορφικών τρόπων της «Τέταρτης διάστασης», που εγκαινιάζεται με την κλασική στην οικονομία της και την υποβλητική της γοητεία «Σονάτα του σεληνόφωτος» (1956, Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, που μοιράζεται με τον Άρη Δικταίο).

Κυκλοφορεί η δεύτερη έκδοση του Επιτάφιου συμπληρωμένη με τα έξι τελευταία άσματα. 
Τον Οκτώβριο τα σοβιετικά στρατεύματα πνίγουν στο αίμα την εξέγερση του ουγγρικού λαού.
Αρχίζει να γράφεται η πρώτη σειρά των ολιγόστιχων ποιημάτων με τίτλο Μαρτυρίες  εγκαινιάζοντας «μια νέα περίοδο των μικρών ποιημάτων, μέσα στην οπτική της Τέταρτης Διάστασης

Στα πολύστιχα αυτά ποιήματα –δραματικοί μονόλογοι τα περισσότερα–, ο Ρίτσος με διαφορετικά προσωπεία, σύγχρονα ή μυθολογικά, θα επιχειρήσει καταβυθίσεις στο σκοτεινό πηγάδι της ψυχής και του υποσυνείδητου, θα μιλήσει για τη μοναξιά, την ερωτική στέρηση, το γήρασμα του σώματος και των πραγμάτων: «Σονάτα...», «Το νεκρό σπίτι», «Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού», θα αναδείξει την αξία της απλής ζωής, όπου συντελείται το θαύμα, αποενοχοποιώντας τον αντιήρωα «Ισμήνη», θα ανατάμει τις συνειδησιακές συγκρούσεις του ατόμου-φορέα της κοινωνικής πράξης «Ορέστης»,  «Φιλοκτήτης». Επίσης, θα επιχειρήσει μια δυναμική ανακατάκτηση του χρόνου μέσα από την ατομική και ιστορική μνήμη.

Κυκλοφορεί το ποίημα «Όταν έρχεται ο ξένος», που αργότερα θα ενταχθεί στην Τέταρτη Διάσταση, και η «Ανυπόταχτη πολιτεία». Γράφονται τα ποιήματα  «Ο οδηγός του ανσασέρ» και «Φαροφύλακας» τα οποία ωστόσο δεν θα δουν το φως της δημοσιότητας παρά μόνο το 1975, με τη συμπερίληψή τους στον τόμο «Ποιήματα Δ΄»

 Κατά τη διάρκεια επίσκεψης στη Ρουμανία συνθέτει τη συλλογή «Η αρχιτεκτονική των δέντρων». Η συλλογή εκδίδεται το Νοέμβριο στο Βουκουρέστι από τις Πολιτικές και Λογοτεχνικές εκδόσεις μαζί με το θεατρικό «Πέρα απ’ τον ίσκιο των κυπαρισσιών», το οποίο μάλιστα παρασταίνεται στις 24 Νοεμβρίου, στα ελληνικά, σε σκηνοθεσία Γιάννη Βεάκη στην ίδια πόλη. Είναι η πρώτη παράσταση έργου του Γιάννη Ρίτσου στο εξωτερικό. Ο Θεοδωράκης στο Παρίσι μελοποιεί τον Επιτάφιο. 

Τον Οκτώβριο του 1959, μετά από πρόσκληση της Ακαδημίας της Ρουμανίας και της Επιτροπής για την Ουνέσκο επισκέπτεται εκ νέου τη Ρουμανία, όπου παραμένει μέχρι το Φεβρουάριο του 1960 και επεξεργάζεται την «Ανθολογία Ρουμάνικης Ποίησης». Πραγματοποιεί ενδιάμεσες επισκέψεις στη Βουλγαρία και την Τσεχοσλοβακία. Στο ίδιο διάστημα ολοκληρώνει το ποίημα «Ένας πίνακας με μικρές πινελλιές». Κυκλοφορούν  «Οι  γερόντισσες κι' η «θάλασσα» και το θεατρικό «Μια γυναίκα πλάι στη θάλασσα» από το εκδοτικό του ΚΚΕ στο Βουκουρέστι. 

Τον Ιούνιο γράφεται η «Γέφυρα».Γράφεται επίσης «Το παράθυρο και Το νεκρό σπίτι».  

Παράλληλα με τις συνθέσεις της «Τέταρτης διάστασης», καλλιεργεί συστηματικά το ολιγόστιχο ποίημα, που δείχνει να συμπυκνώνει τους πληθωρικούς μονολόγους. Λιτό, συχνά αινιγματικό, καταγράφει χαμηλόφωνα τις ελάχιστες χειρονομίες, τους ψυχικούς κραδασμούς, καθηλώνει το φευγαλέο καθαγιάζοντας την καθημερινότητα. Ο ποιητής διαλέγεται με τον κόσμο των πραγμάτων έπιπλα, σκεύη, εργαλεία της δουλειάς, αυτών των «απλών, απτών, αδιανόητων και κατευναστικών αντικειμένων, αυτών των μικρών συσσωρευτών της χρήσιμης ανθρώπινης ενέργειας», καθώς λέει ο ίδιος σχολιάζοντας τις «Μαρτυρίες».

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Τσεχοσλοβακία γράφει τις «Χρωματικές λεπτομέριες». Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα ολοκληρώνει το ποίημα  «Ο τελευταίος και ο πρώτος του Λίντιτσε» και γράφει τα «Κάτω απ' τον ίσκιο του βουνού», «Το χορικό των σφουγγαράδων», «Παιχνίδια τα' ουρανού και του νερού» και ποιήματα που θα συμπεριληφθούν στις «Ασκήσεις» και στο «Μικρό αφιέρωμα»

Στις 9 Φεβρουαρίου 1961, δολοφονείται ο Πάτρις Λουμούμπα, πρώτος πρωθυπουργός της ελεύθερης δημοκρατίας του Κόγκο. Το βράδυ της 13ης Φεβρουαρίου ο Γιάννης Ρίτσος γράφει το ποίημα «Πάτρις Λουμούμπα», που δημοσιεύεται την επόμενη στην Αυγή. Λίγες μέρες αργότερα κυκλοφορεί η εκτενέστερη σύνθεση «Ο μαύρος άγιος», εμπνευσμένη από το ίδιο περιστατικό. Γράφονται οι «Δελφοί» και αρκετά σύντομα ποιήματα που θα συμπεριληφθούν στις «Μαρτυρίες». Σειρά τρίτη. Εγκαινιάζεται από τον Κέδρο η σειρά των ποιητικών Απάντων του Ρίτσου Με τίτλο Ποιήματα, με την κυκλοφορία των τόμων Α΄ (1931-1942) και Β΄ (1941-1958). Κυκλοφορεί επίσης η Ανθολογία Ρουμάνικης Ποίησης.

Το 1961 παρουσιάζεται ο Επιτάφιος ντυμένος με τη μουσική του Θεοδωράκη με τραγουδιστή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και αφηγήτρια την Αλέκα Παΐζη, στο κέντρο «Μυρτιά».

Το 1962 κυκλοφορούν οι συλλογές «Το νεκρό σπίτι» και «Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού», που εγκαινιάζουν τον κύκλο των αρχαιόθεμων ποιημάτων του ποιητή. Κατά τη διάρκεια νέου πολύμηνου ταξιδιού στις σοσιαλιστικές χώρες ο Ρίτσος ολοκληρώνει την «Ανθολογία Τσέχων και Σλοβάκων Ποιητών», γνωρίζει τον Ναζίμ Χικμέτ και ξεκινά να γράφει τον «Ορέστη», που θα ολοκληρωθεί το 1966. Υποτροπή της ασθένειάς του καθιστά την εισαγωγή του σε νοσοκομείο απαραίτητη. Εκεί, στο νοσοκομείο Φιφέιντι, στην Όστραβα της Τσεχοσλοβακίας, γράφει και το ομώνυμο ποίημα «Όστραβα». Το Νοέμβριο, που επιστρέφει στην Ελλάδα, αρχίζει να γράφει το ποίημα «Η ώρα των ποιμένων».  

Στο Βουκουρέστι παρασταίνεται για πρώτη φορά η Σονάτα του σεληνόφωτος ως θεατρικό με σκηνοθεσία του Γιάννη Βεάκη και Ρουμάνους ηθοποιούς

Το 1964, κυκλοφορεί η μετάφραση των Ποιημάτων του Μαγιακόφσκι  και ο Γ΄ τόμος των Ποιημάτων, που καλύπτει την ίδια περίπου εποχή με τους δύο προηγούμενους: 1931 – 1960. Τα Παιχνίδια τ’ ουρανού και του νερού, που συμπεριλαμβάνονται στον τόμο Ποιήματα, κυκλοφορούν και σε αυτοτελή έκδοση. Αρχίζουν να γράφονται τα ποιήματα που θα απαρτίσουν τη δεύτερη σειρά των Μαρτυριών και μια πρώτη μορφή του Τειρεσία.

Το άρθρο «Για την τριλογία του Γιάννη Ρίτσου», που δημοσιεύει η Χρύσα Προκοπάκη με το ψευδώνυμο Χρύσα Λαμπρινού στην Επιθεώρηση Τέχνης, επιχειρεί την πρώτη συστηματική διάκριση τεσσάρων δημιουργικών περιόδων στο έργο του Ρίτσου.

Το Δεκέμβριο δημοσιεύεται στην Αυγή το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου «Γκεν Βαν Τρόϊ», αφιερωμένο σε Βιετναμέζο αγωνιστή που εκτελέστηκε στη Σαϊγκόν.

Το 1965 κυκλοφορεί το ποίημα «Φιλοκτήτης» και η μετάφραση του βιβλίου της Ντόρας Γκαμπέ «Εγώ, η μητέρα μου κι ο κόσμος». Γράφεται η πρώτη μορφή του μονόλογου «Περσεφόνη».

Παραιτείται η κυβέρνηση Παπανδρέου στις 15 Ιουλίου και η συνταγματική εκτροπή, που την προκαλεί υποκινεί μια σειρά εκδηλώσεων διαμαρτυρίας Δολοφονείται ο 25χρονος φοιτητής και στέλεχος της Αριστεράς, Σωτήρης Πέτρουλας. Ο Ρίτσος του αφιερώνει ένα «Μικρό δοξαστικό ελεγείο», που δημοσιεύεται την επόμενη χρονιά στο έντυπο Η γενιά μας. Η χώρα μπαίνει σε μια περίοδο μεγάλης πολιτικής και συνταγματικής κρίσης.

1966. Η Ρωμιοσύνη αποσπάται από το σώμα της Αγρύπνιας και εκδίδεται για πρώτη φορά σε χωριστή έκδοση.  Εκδίδονται οι μεταφράσεις των Ποιημάτων του Ναζίμ Χικμέτ και του Δέντρου του Ηλία Έρενμπουργκ με Πρόλογο και σε απόδοση του Γ. Ρ. Κυκλοφορούν επίσης η δεύτερη σειρά των Μαρτυριών, το ποίημα «Ορέστης», η «Ανθολογία Τσέχων και Σλοβάκων ποιητών», που έχει επιμεληθεί ο ίδιος, και «ο Μεγάλος ζωολογικός κήπος» του Νικολά Γκιλλιέν σε απόδοση του Ρίτσου. Αρχίζουν να γράφονται οι μονόλογοι «Ισμήνη» και «Αγαμέμνων».Γράφονται τα ποιήματα της συλλογής «Ταναγραίες». Κυκλοφορεί η «Όστραβα». 

Αμέσως μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου ο Ρίτσος ειδοποιείται από τους φίλους του που τον πιέζουν να φύγει. Εκείνος αρνείται, ετοιμάζει τη βαλίτσα του και περιμένει. Τα χειρόγραφά του μεταφέρονται προς φύλαξη στο σπίτι του Μέλιου και της Φραντζέσκας Νίκα, οι οποίοι τα εμπιστεύονται σε φίλο τους αξιωματικό της χωροφυλακής προκειμένου να τα προφυλάξουν από τους ελέγχους του καθεστώτος. Το υπόλοιπο αρχείο του Γιάννη Ρίτσου κρύβει το ζεύγος Φιλιακού σε αποθήκη του σπιτιού τους. Ο Ρίτσος. συλλαμβάνεται αμέσως, μεταφέρεται στον Ιππόδρομο του Νέου Φαλήρου μαζί με χιλιάδες άλλους συλληφθέντες και λίγες μέρες αργότερα εξορίζεται στη Γυάρο. Σύντομα μεταφέρεται στη Λέρο. Καταρτίζεται ο Index απαγορευμένων βιβλίων. Όλα τα βιβλία του Ρίτσου συμπεριλαμβάνονται στον κατάλογο.

Τον Ιούλιο του 1968, κυκλοφορεί στα γαλλικά η πρώτη συνολική θεώρηση της ζωής και του έργου του Ρίτσου γραμμένη από τη Χρύσα Προκοπάκη. Τον Αύγουστο του 1968, οδηγείται στο αντικαρκινικό κέντρο «Άγιος Σάββας» στην Αθήνα μετά από σχετική ιατρική γνωμάτευση.

Θυμάμαι την ημέρα που τον έπαιρναν συνοδεία για το Αντικαρκινικό. Τον πήγα ως την πύλη του στρατοπέδου, σπαράζοντας μέσα μου και προσπαθώντας να κρυφτώ, από ποιόν; Από τον ποιητή που βλέπει μέσα μας σα νάμαστε από γυαλί. Μια στιγμή βγάζει από την τσέπη του μια πέτρα ζωγραφισμένη και μου τη δίνει: 
- Πάρε για να με θυμάσαι, μου λέει σιγανά. Η χειρονομία, ο λόγος με συνέτριψαν. Άρχισα να κλαίω φανερά, αδύνατο να κρατηθώ. Και τότε έγινε τούτο το απίστευτο, να με παρηγορεί αυτός, που όλοι πιστεύαμε πως ο θάνατος τον σημάδευε…

Περίπου ένα μήνα αργότερα μεταφέρεται και πάλι στη Λέρο. Γράφει μέσα σε μια μέρα, το Σεπτέμβριο, τα περισσότερα από τα  «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας », μετά από αίτημα του επίσης κρατούμενου Μίκη Θεοδωράκη να του αποστείλει πρόσφατους στίχους του προς μελοποίηση. Δεν καταφέρνει ωστόσο να στείλει τα ποιήματα στον Θεοδωράκη. 

Γράφει επίσης τα ποιήματα Επαναλήψεις.

Τέλη Οκτωβρίου του δίνεται η άδεια να πάει στη Σάμο για λόγους υγείας, στο σπίτι της γυναίκας του, στη Σάμο και τίθεται σε κατ’ οίκον περιορισμό  έως το τέλος του 1970. Έχει προηγηθεί κύμα εντονότατων διαμαρτυριών σε ολόκληρη την Ευρώπη για το γεγονός της κράτησης του ποιητή.

Από το Φεβρουάριο έχει επέλθει η διάσπαση του ΚΚΕ. Η «Άνοιξη της Πράγας» τελειώνει τραγικά τον Αύγουστο με την εισβολή στην πόλη των τανκς της συμμαχίας του «συμφώνου της Βαρσοβίας».

Δούλευα, δούλευα με σφιγμένα δόντια, πεισματικά, κάποτε χωρίς όρεξη, «επίμοχθα», φανατικά, να μην αφήσω, να μην αφήσω να με πάρει κάτου ο πόνος, η απελπισά, η ματαιότητα....

Περνώ σχεδόν μια κρίση γενικής απέχθειας, με τρομερές αϋπνίες, μ’ ένα καταθλιπτικό συναίσθημα απόλυτης ματαιότητας. Προσπαθώ πάλι ν’ αντιδράσω να δουλέψω. Τίποτα και την 1η του Μάη, που ήταν τα γενέθλιά μου, το βάζω πάνω και ξαπάνω να μην αφεθώ. Παίρνω τη γυναίκα μου και το παιδί μου και πηγαίνουμε να κάνουμε το πρώτο μας φετινό μπάνιο στη θάλασσα. Γυρίζοντας θρονιάζομαι στο γραφείο μου να γράψω «οπωσδήποτε» και γράφω...

Το καλοκαίρι ζητά από τη γυναίκα του να του μεταφέρει από την Αθήνα τα χειρόγραφά του από τα οποία καταστρέφει ο ίδιος τα μισοτελειωμένα έργα έχοντας την πεποίθηση ότι η ασθένεια δε θα του αφήσει αρκετό χρόνο για να τα ολοκληρώσει. 

Ανάμεσα στα έργα που καταστρέφονται βρίσκονται και τέσσερα θεατρικά. Καταφέρνει να στείλει στο Παρίσι, στη Χρύσα Προκοπάκη, τις συλλογές «Πέτρες», «Επαναλήψεις», «Κιγκλίδωμα », για να μεταφραστούν στα γαλλικά και να εκδοθούν εκφράζοντας την επιθυμία η έκδοση να περιλαμβάνει και το ελληνικό κείμενο.

Τις Πέτρες – Επαναλήψεις – Κιγκλίδωμα τις έγραψε σε μικρούτσικα αυτοσχέδια χαρτάκια, στο μέγεθος ενός πακέτου τσιγάρων, που τα φυγάδευσε στη Γαλλία η Αμαλία Φλέμινγκ. Έτσι ήρθαν στα χέρια μου το 1969.

Παρά την κατάργηση της προληπτικής λογοκρισίας το φθινόπωρο τα βιβλία του Ρίτσου παραμένουν εκτός κυκλοφορίας, όσο ο ποιητής βρίσκεται σε απομόνωση στο Καρλόβασι.

Η τριπλή συλλογή «Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα» είναι η καταγγελία του καθεστώτος, έκφραση πικρίας, αλλά και αίσθημα «απορφανισμού», απόρροια της κρίσης στις σοσιαλιστικές χώρες. Χωρίς να λείπει η αντιστασιακή δόνηση, όπως στο χορικό «Ο Αφανισμός της Μήλος»,, ή στα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», το κύριο σώμα των ποιημάτων αυτών διαποτίζεται από αίσθηση ματαιότητας και θανάτου. Σε συλλογές όπως «Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη», «Διάδρομος και Σκάλα», «Γραφή τυφλού», εισβάλλει ο κόσμος του «ημερινού και νυχτερινού εφιάλτη». Ένας κόσμος σακατεμένος, παραμορφωμένος, παρανοϊκός.Αλλά και σε μονολόγους της «Τέταρτης διάστασης», όπως ο «Αγαμέμνων», η «Χρυσόθεμις», «Η Ελένη», «Η επιστροφή της Ιφιγένειας», το κέντρο βάρους μετατοπίζεται στο υπαρξιακό πεδίο. Είναι η ώρα των απολογισμών: ο Τρωικός Πόλεμος, η θυσία της Ιφιγένειας, η καθαρτήρια μητροκτονία θέτουν τώρα το τραγικό αναπάντητο ερώτημα: Προς τι;Και όμως, κατά την περίοδο της δικτατορίας θα ακουστούν συνθέσεις εξόδου που προοιωνίζονται μια καρποφόρα δημιουργία, ενδεικτική της εγρήγορσης, της θεληματικότητας και του πάθους του ακατάβλητου ποιητή.

Τον Ιανουάριο του 1970 επιτρέπεται η μετάβαση στην Αθήνα, με αφορμή πρόσκληση που έχει δεχθεί να διαβάσει ποιήματά του σε φεστιβάλ ποίησης στο Λονδίνο. Το περιστατικό της συζήτησης με τον ταξίαρχο Παττακό στο Υπουργείο Εσωτερικών, όπου ο Ρίτσος έχει μεταβεί προκειμένου να συζητήσει τους όρους της εξόδου του από τη χώρα, του στοιχίζει την επανεκτόπισή του στη Σάμο τον Απρίλιο, καθώς στην υποτιθέμενη έκπληξη του συνομιλητή του, όταν ο Ρίτσος δηλώνει κομμουνιστής, απαντά: «Αυτό είναι σοβαρό, δεν το ξέρατε; Τότε γιατί με εκτοπίσατε επί τόσα χρόνια;» 

Γράφονται τα ποιήματα της συλλογής «Διάδρομος και σκάλα ». Το Φεβρουάριο πεθαίνει η αδελφή του Νίνα. Στο μονόλογο Η Ελένη, που γράφεται αυτή την εποχή, η ομώνυμη ηρωίδα επιτρέπει τη σύνδεση με τη μορφή της χαμένης αδερφής του Ρίτσου.

Το Σεπτέμβριο ο Κώστας Γεωργάκης, φοιτητής του Πανεπιστημίου της Γένοβας, αυτοπυρπολείται στην πλατεία Ματεόττι της Γένοβας διαμαρτυρόμενος για το δικτατορικό καθεστώς. Ο Γ. Ρ. του αφιερώνει τα ποιήματα Ι-ΙΙΙ της συλλογής Νύξεις, που γράφει αυτή την εποχή στο Καρλόβασι. Γράφει επίσης το «Δίχτυ» και τα «Χάρτινα Ι» .

Τέλη Οκτωβρίου αίρεται ο κατ’ οίκον περιορισμός και ο Ρίτσος επιστρέφει οριστικά στην Αθήνα, όπου, το Δεκέμβριο, υποβάλλεται σε εγχείρηση στη Γενική Κλινική Αθηνών. Ανακηρύσσεται μέλος της Ακαδημίας Λογοτεχνών και Επιστημών του Mainz της Δ. Γερμανίας.

Το 1971 πραγματοποιείται η δίγλωσση, ελληνογαλλική, έκδοση του τόμου «Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα » από τον εκδοτικό οίκο Gallimard με πρόλογο του Λουί Αραγκόν. Στη συλλογική έκδοση Νέα Κείμενα συμπεριλαμβάνεται το ποίημα του Ρίτσου «Ο αφανισμός της Μήλος.


«... δουλεύω – όχι όμως τόσο πολύ όσο με ξέρετε - τούτοι οι απανωτοί θάνατοι, οι αρρώστιες, οι πίκρες, - πώς να τα βγάλεις πέρα με το «ογκώδες άσκοπο», μ’ αυτή την ασφυκτική ματαιότητα που σε κυκλώνει από παντού, απ’ τα μέσα κι απ’ τα έξω; Βέβαια, επιστρατεύεις και πάλι τις δυνάμεις σου, αντιδράς, δε δέχεσαι να εγκαταλειφθείς. Μα κάποτε νιώθεις όλη τη ζωή να σφίγγεται, να περιορίζεται σε έναν κόκκο άμμου, κι όλη σου η θέληση δεν είναι πια παρά μια μισοχαλασμένη τρόμπα ποδηλάτου που πάει να φουσκώσει αυτόν τον κόκκο της άμμου. Και το παράξενο είναι που τα καταφέρνεις πάλι.»

Γράφει τις συλλογές «Κάτοψη», «Θυρωρείο» και τον  μονόλογο « Η επιστροφή της Ιφιγένειας».  

Το Μάρτιο του 1972 κυκλοφορούν η πρώτη ελληνική έκδοση του τόμου «Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα » και το ποίημα  «Η Ελένη».  Ο Ρίτσος γράφει τη «Γκραγκάντα», το «Κωδωνοστάσιο», τα «Υπόκωφα», τη «Γραφή τυφλού» και τα πρώτα ποιήματα της συλλογής «Προσωπίδες».

Στις 4 Σεπτεμβρίου του απονέμεται το Μέγα Διεθνές Βραβείο Ποίησης της Μπιενάλε του Knokke-Le Zoute, στο Βέλγιο, για το σύνολο του έργου του.
Το Νοέμβριο και το Δεκέμβριο κυκλοφορούν οι «Χειρονομίες» και ο τόμος «Τέταρτη Διάσταση», απ’ τις συνθέσεις της οποίας η «Επιστροφή της Ιφιγένειας», η «Ισμήνη» και η «Χρυσόθεμις» εκδίδονται και σε χωριστό τόμο.

 Το Μάρτιο του 1973 το περιοδικό Συνέχεια, στο πρώτο τεύχος του, συμπεριλαμβάνει αφιέρωμα στο Γιάννη Ρίτσο, με τίτλο «Γιάννης Ρίτσος: Πολυκριτική». Κυκλοφορούν τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» και τα ποιήματα των συλλογών «Διάδρομος και σκάλα» και «Γκραγκάντα». Το ποίημα «Σεπτήρια και δαφνηφόρια» που έχει ήδη συμπεριληφθεί στο σώμα της συλλογής «Επαναλήψεις» εκδίδεται και αυτοτελώς.  Γράφονται τα «Οχτώ οχτάστιχα για τον Μιρό» τα «Χάρτινα ΙΙ και ΙΙΙ» και ο «Βολιδοσκόπος».
Η Αικατερίνη Μακρυνικόλα ξεκινά κάποιες σποραδικές προσπάθειες να εντοπίσει παλιά δημοσιεύματα του Ρίτσου χαμένα από την εποχή της καταστροφής του προσωπικού αρχείου του ποιητή μέσα στα γεγονότα του Δεκέμβρη του ’44. Πρόκειται για την αρχή μιας πολύμοχθης έρευνας που πολλά χρόνια αργότερα θα αποδώσει το σημαντικό έργο της Βιβλιογραφίας του ποιητή.

Το Σεπτέμβριο, μετά την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας στη Χιλή, ο Ρίτσος γράφει το ποίημα «Χιλή» αφιερωμένο στους Αλλιέντε και Νερούντα, που δημοσιεύεται το Νοέμβριο στον Ταχυδρόμο.
Τον ίδιο μήνα, παράλληλα με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, από τις 16 ώς τις 22, γράφει τη σύνθεση «Ημερολόγιο μιας βδομάδας». Ξεκινά επίσης την «Πύλη», μεγαλύτερη σύνθεση από 18 μέρη, «όπου παρακολουθούμε πέτρα την πέτρα, το χτίσιμο της Πύλης του Πολυτεχνείου».

Το 1974, κυκλοφορούν σε πρώτη χωριστή έκδοση ο «Αφανισμός της Μήλος» και το «Καπνισμένο τσουκάλι».

Με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο ο Ρίτσος γράφει το «Ύμνος και θρήνος για τη Κύπρο»,που κυκλοφορεί τον Σεπτέμβριο. Εκδίδονται επίσης το «Κωδωνοστάσιο», τα «Μελετήματα», «Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη» και τα «Χάρτινα». 

Εν τω μεταξύ έχει συντελεσθεί στις 24 Ιουλίου 1974 η πολιτειακή μεταβολή.

Αρχίζει η συγγραφή του μονόλογου «Φαίδρα» και των συνθέσεων «Τοιχοκολλητής» και «Τροχονόμος».

Η «Φαίδρα» γράφτηκε από τον Απρίλη του 1974 έως τον Ιούλη του 1975 στην Αθήνα και στο Καρλόβασι της Σάμου, όπου ο ποιητής συνήθιζε να περνά τα καλοκαίρια του, και είναι αφιερωμένη στον αγαπημένο φίλο του Ρίτσου, Γιάννη Τσαρούχη.

Πρόκειται για το τελευταίο κείμενο της συλλογής «Τέταρτη Διάσταση», το πιο προσωπικό, σύμφωνα με πολλούς, έργο του ποιητή. Η συγκεκριμένη συλλογή απαρτίζεται από δεκαεφτά κείμενα, τα δέκα εκ των οποίων αναφέρονται σε πρόσωπα από τον χώρο της αρχαίας τραγωδίας (Αγαμέμνων, Ορέστης, Η επιστροφή της Ιφιγένειας, Χρυσόθεμις, Περσεφόνη, Ισμήνη, Αίας, Φιλοκτήτης, Η Ελένη, Φαίδρα).

Αρκετά από τα ποιήματα του Ρίτσου θα μπορούσαν να του εξασφαλίσουν μια εξέχουσα θέση στην καβαφική «πόλη των ιδεών» (ο Ρίτσος έγραψε θαυμάσια ποιήματα για τον Καβάφη), και ανάμεσά τους χωρίς αμφιβολία συγκαταλέγονται και οι σκοτεινοί μονόλογοι της «Τέταρτης διάστασης» , όπου ο ποιητής αναμετράται με τη μνήμη και την τραγωδία.

Πρόκειται για συνθέσεις με μια ιδιότυπη ανέλιξη, όπου συγχωνεύονται εμπειρίες προσωπικές και ιστορικές αφ’ ενός, λυρικοί, δραματικοί και ποιητικοί τρόποι αφ’ ετέρου. Στα πολύστιχα αυτά ποιήματα -δραματικοί μονόλογοι τα περισσότερα- ο Ρίτσος με προσωπεία, σύγχρονα ή μυθολογικά, επιχειρεί καταβυθίσεις στο σκοτεινό πηγάδι της ψυχής και του υποσυνείδητου. Μιλάει για τη μοναξιά, την ερωτική στέρηση, το γήρασμα του σώματος και των πραγμάτων (Η Σονάτα του Σεληνόφωτος, Το νεκρό σπίτι, Κάτω απ' τον ίσκιο του βουνού). Ανατέμνει τις συνειδησιακές συγκρούσεις του ατόμου-φορέα της κοινωνικής πράξης (Ορέστης, Φιλοκτήτης). Επιχειρεί μια δυναμική ανακατάκτηση του χρόνου μέσα από την ατομική και ιστορική μνήμη (Όταν έρχεται ο ξένος).

Στην ποίησή του, πολυεδρική και πυκνή, συνυφαίνεται το αυτοβιογραφικό με το μυθικό και ιστορικό στοιχείο. Ξεκινώντας από τη θέση ότι ο νεοελληνικός πολιτισμός είναι ένα παλίμψηστο, ο Ρίτσος χτίζει την ποιητική του αναζητώντας τον χαμένο κρίκο ανάμεσα στο παλιό και το νέο, στο πρόσκαιρο και το αιώνιο, στη μνήμη και τη λήθη, στο πεπερασμένο και το άπειρο.

Η «Τέταρτη Διάσταση» είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα του Γιάννη Ρίτσου και ένα από τα κορυφαία της νεοελληνικής ποίησης. Ο ίδιος ο Ρίτσος θεωρούσε την «Τέταρτη Διάσταση» ως «μια σύνοψη όλων των άλλων βιβλίων» του. Μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση της «ποιητικής ιδεολογίας» του Γιάννη Ρίτσου θα θεωρούσε πως η Τέταρτη Διάσταση είναι η ίδια η ποίηση. Μιλώντας ο Ρίτσος για την ποίηση μόνο με την ποίηση, υπερασπίζεται με τον πιο αυθεντικό τρόπο τη θέση ότι η «ποιητική εξορία» δεν είναι καθόλου η φυσική σχέση του ποιητή με την Πολιτεία και ότι, αντίθετα, ο ποιητής θα πρέπει να βρίσκεται μέσα στο κοινό που τον ακούει. Τα παράθυρα, οι καθρέφτες, οι έννοιες της διαύγειας και της διαφάνειας, που περισσεύουν μέσα στην «Τέταρτη Διάσταση», φέγγουν τον δρόμο του ποιητή προς τον κοινωνικό χώρο. Για το φτάσιμο, όμως, του ποιητή στην Ιθάκη του κοινωνικού χώρου, χρειάζεται να διανυθούν μεγάλες και δύσκολες, κυρίως εσωτερικές, αποστάσεις. Για την οδύσσεια αυτή της ποιητικής συνείδησης μας μιλάει ο Ρίτσος στην «Τέταρτη Διάσταση».

Ο ποιητής επεξεργάζεται τους αρχαίους μύθους με τρόπο που όχι μόνο δεν αναιρεί τον αρχετυπικό τους χαρακτήρα, αλλά παράλληλα φανερώνει τις διαχρονικές τους διαστάσεις και την επιβίωσή τους στη σύγχρονη εποχή.

Με αφετηρία τον αρχαίο μύθο της Φαίδρας, ο Ρίτσος πλάθει με θαυμαστή ενάργεια και δύναμη ένα γυναικείο πλάσμα αχρονικό και σύγχρονο και απολύτως γήινο. Μια γυναίκα που φουντώνει μέσα της η στέρηση της μητρότητας αλλά και του έρωτα, καθώς παρακολουθεί το ξύπνημα της νιότης του γιου του γηραιού άντρα της. Η Φαίδρα του Ρίτσου είναι ένα συγκινητικά βασανιζόμενο πλάσμα, διχασμένο ανάμεσα στο χρέος να μεγαλώσει ένα παιδί και στην ερωτική δίψα που της προκαλεί η ορμητική νιότη του.

Κυκλοφορεί ο δίσκος «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» σε μελοποίηση του Μίκη Θεοδωράκη.

Στην πρώτη επιφυλλίδα που δημοσιεύει ο Γ. Π. Σαββίδης στην εφημερίδα Το Βήμα μετά την πτώση της δικτατορίας, η «Γκραγκάντα» κερδίζει τον τίτλο του πιο «εύγλωττου παραδείγματος» έργου, που «αινιγματικά αλλά διάφανα» μπόρεσε να ξεπεράσει τη «δυσλεξία και να την εκφράσει νικηφόρα».

Ο Γιάννης Ρίτσος εικονογραφεί την έκδοση της «Αληθινής απολογίας του Σωκράτη» του Κ. Βάρναλη, που πραγματοποιεί το Νοέμβριο ο «Κέδρος». Το Δεκέμβριο ο Βάρναλης πεθαίνει. Ο Ρίτσος γράφει το ποίημα «Χαιρετισμός στον Βάρναλη», που δημοσιεύεται στην Αυγή, στις 19 Δεκεμβρίου.

Το Σεπτέμβριο επισκέπτεται μετά από είκοσι χρόνια τη Μονεμβασιά, όπου γράφει τα πρώτα ποιήματα της συλλογής «Μονοβασιά» (- 1976). Εκδίδεται η μελέτη του Σπύρου Γκίνη Για τον Γιάννη Ρίτσο. 

Το 1975, από τις εκδόσεις «Κέδρος» κυκλοφορεί ο τόμος με τίτλο «Τα Επικαιρικά», που περιέχει το μεγαλύτερο μέρος των πολιτικών ποιημάτων του ποιητή και ο Δ΄ τόμος της σειράς «Ποιήματα». Κυκλοφορούν σε πρώτη χωριστή έκδοση «Η Κυρά των Αμπελιών»,«Η τελευταία προ Ανθρώπου εκατονταετία»,«Το υστερόγραφο της δόξας», τα «Ημερολόγια εξορίας» και οι «Μαντατοφόρες». Γράφονται οι συλλογές «Το μακρινό», «Τζαμόπορτα», «Λαθρεπιβάτης», «Κέρματα τηλεφώνου Ι, ΙΙ, ΙΙΙ» και «Μονεμβσιώτισσες».

 Η "Γκραγκάντα" (1972) και το "Κωδωνοστάσιο" (1974) ευαγγελίζονται τον αντιδικτατορικό ξεσηκωμό (Πολυτεχνείο), αλλά και εγκαινιάζουν νέους εκφραστικούς τρόπους.

 Μετα-υπερρεαλιστική, εξπρεσιονιστική γραφή, αμάλγαμα λόγιας και λαϊκής γλώσσας. Ένας κόσμος ρευστός, όπου άνθρωποι, ζώα, πράγματα συνδιαλέγονται απειθάρχητα: «...Και τα λόγια διασταυρούμενα, ανταποκρίσεις, απομακρύνσεις, παρεξηγήσεις, τυχαίες συνέχειες –το πιότερο μονόλογοι– λόγια ασυνάρτητα, ασήμαντα, ερευνητικά, αναπάντητα, απαραίτητα...», σχολιάζει ο ίδιος. Ένα αλλόκοτο σύμπαν μυρμηγκιάζει στην αστείρευτη φαντασία του ποιητή. Ίσως αυτό να σημαίνει ο τίτλος «Γίγνεσθαι» (συγκεντρωτικός τόμος που εκδόθηκε το 1988), σε σχέση μ’ ένα προηγούμενο «είναι». Τα «Επινίκια», επίσης συγκεντρωτικός τόμος που περικλείει ποιητικές συνθέσεις από το 1977 έως το 1983, ανακαλούν επικές μνήμες που προβάλλονται στο μέλλον. Ενορατικές συλλήψεις του υπερώριμου Ρίτσου, ο οποίος επενδύει, με όλη την ποιητική σκευή του και τον παράφορο λυρισμό του, άλλη μια φορά στο ιστορικό στοίχημα.Προέκταση της ποίησής του η πεζή εννεαλογία «Εικονοστάσιο Ανώνυμων Αγίων» (1983-86), σύντηξη ατομικών και κοινωνικών βιωμάτων, αλλά και ερωτικών φαντασιώσεων.


Ο Γιάννης Ρίτσος πέθανε στις 11 Νοεμβρίου 1990, αφήνοντας πενήντα ανέκδοτες συλλογές ποιημάτων.Οι συλλογές αυτές εκδόθηκαν  μετά το θάνατό του, το 1991, με τον τίτλο «Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα» και είναι η ύστατη χειρονομία του. Απογοητευμένος από τη διάψευση των προσδοκιών του, κοιτάζει κατάματα το θάνατο μεταγγίζοντας και τις τελευταίες στιγμές του στο λόγο. «Γεύση βαθιά του τέλους προηγείται του ποιήματος. Αρχή».

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια