Μια ζωή σαν παραμύθι. Το άγνωστο παρελθόν του ΠΟΥΤΙΝ και η άνοδος στην εξουσία....

"Η Ρωσία είναι η μόνη χώρα στον κόσμο που είναι ικανή να μετατρέψει τις ΗΠΑ σε ραδιενεργό στάχτη" είπε άνθρωπος του Πούτιν μετά τις απειλές Ομπάμα για την Κριμαία.


Toν έχουν χαρακτηρίσει «παντοτινό ηγέτη της Ρωσίας» και «ισχυρότερο άνδρα του κόσμου», (περιοδικό Forbes). Τα πρώτα χρόνια της καριέρας του στην πολιτική (στη δημαρχία του Λένινγκραντ) είχε το παρατσούκλι ο «γκρι καρδινάλιος» κι αργότερα ο «αόρατος άνθρωπος» (που κινούσε τα νήματα στο πλευρό του δημάρχου)....



Σύμφωνα με το βιβλίο της Μάσα Γκέσεν που απομυθοποιεί το προφίλ του «παντοτινού ηγέτη» είναι ο «άνθρωπος δίχως πρόσωπο», ένας μυστηριώδης όσο κι αδίστακτος τύπος που συνήθισε από τα χρόνια της KGB να ζει μια ζωή κατασκόπου. Πότε κινηματογραφική, περιπετειώδη, ιδανική για να εντυπωσιάσει τα δυτικά media και πότε κρυμμένη στις πιο σκοτεινές σκιές.

Γεγονός είναι πως ένα κομμάτι της ζωής και της προσωπικότητας του πανίσχυρου Ρώσου ηγέτη βρίσκεται πάντα κρυμμένο στη σκιά μύθων, πότε διασκεδαστικών (όπως αυτοί που αφορούν τον έρωτα και τη σχέση του με 30 χρόνια νεότερη του πρώην Ολυμπιονίκη της ρυθμικής γυμναστικής) και πότε ανατριχιαστικών (σχετικά με το τι συμβαίνει σε όποιον επιχειρεί να του πάει κόντρα).
Υστερα από σχεδόν μια 15ετία στο προσκήνιο της εξουσίας, ο Βλαντιμίρ Πούτιν παραμένει ο άνθρωπος με τα πολλά μυστήρια και τα πολλά -ενίοτε ΤζειμςΜποντικά- πρόσωπα.
Ας δούμε κάποιες από τις περιπέτειές του...

Ο άντρας με το χρυσό πιστόλι

 

Μια από τις εικόνες της ζωής και της προσωπικότητας που έχει παρουσιάσει στη Δύση είναι αυτή ενός συνδυασμού Τζέιμς Μποντ και Ιντιάνα Τζόουνς, ενός άνδρα της περιπέτειας, που δεν διστάζει να πετάξει, να καταδυθεί, να κυνηγήσει ή να εμφανιστεί γυμνόστηθος -γνωρίζοντας καλά ότι οι φωτογραφίες του θα κάνουν τον γύρο του πλανήτη.

Οι πολεμικές τέχνες, το τζούντο - το οποίο γνώρισε γύρω στα 14 και έκτοτε δεν εγκατέλειψε ποτέ- είναι ένα μόνιμο στοιχείο του προφίλ ενός ανθρώπου τολμηρού, που ξέρει πώς να πυροβολεί -είτε σε σκοπευτήριο, είτε στο κυνήγι-, να χειρίζεται ελικόπτερο ή αεροπλάνο, να έρχεται σε επαφή με τίγρεις ή πολικές αρκούδες και που δεν χάνει καμία ευκαιρία να εξερευνά τη φύση και να κολυμπά (σε στιλ πεταλούδα) στα παγωμένα νερά λίμνης της Σιβηρίας.

Ακόμα, έχει εμφανιστεί σε στιλ ελεύθερου καβαλάρη πότε πάνω στ' άλογο και πότε με τη μηχανή του, με την οποία έχει λάβει μέρος σε φεστιβάλ μαζί με άλλους Ρώσους μοτοσικλετιστές. Η ταχύτητα τον συγκινεί ιδιαίτερα, γι' αυτό και έχει οδηγήσει μονοθέσιο της Renault, με ταχύτητα που ξεπερνούσε τα 240 χλμ. την ώρα.

Τον έχουμε δει να πετάει με ανεμόπτερο -για να συμβάλλει στην καθοδήγηση των αποδημητικών σιβηρικών γερανών- αλλά και να χειρίζεται υποβρύχιο -στο πλαίσιο έρευνας για ιστορικά ναυάγια- ή να καταδύεται (2011) με ομάδα αρχαιολόγων και να βγαίνει στον αφρό, φυσικά με αμφορείς στο χέρι.
Κυνηγάει, πετάει, καταδύεται, ασκεί πολεμικές τέχνες σε ένα συνδυασμό Τζέιμς Μποντ και Ιντιάνα Τζόουνς

Εννοείται πως τόση κινηματογραφική λάμψη δεν θα μπορούσε να μη συγκινήσει κοινό, αστέρες του σινεμά (η Ορνέλα Μούτι εγκατέλειψε κάποτε την παράσταση στην οποία μετείχε για να παραστεί σε δείπνο με τον Πούτιν και τον Κέβιν Κόστνερ) και σκηνοθέτες (ο Ολιβερ Στόουν έχει εκφράσει επανειλημμένως τον θαυμασμό του για τον Ρώσο ηγέτη).

Από τη Ρωσία με αγάπη

Πριν γίνει ο απόλυτος ηγέτης της Ρωσίας,ο Βλαντιμίρ Πούτιν είχε μια παιδική ηλικία από την οποία έλειπε η οποιαδήποτε κινηματογραφική λάμψη. Μεγάλωσε στο Λένινγκραντ, σε ένα διαμέρισμα, το οποίο μοιράζονταν τρεις οικογένειες. Εχει πει πως ακόμα θυμάται τον εαυτό του μικρό να κυνηγά ποντίκια στο κλιμακοστάσιο.

Ο παππούς του, ο οποίος λεγόταν Σπυρίδων Ιβάνοβιτς Πούτιν, εργαζόταν ως μάγειρας στο εξοχικό του Λένιν. Μετά τον θάνατο του Λένιν συνέχισε να δουλεύει για τη γυναίκα του, ενώ σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μαγείρευε και για το γεύμα ή το δείπνο του Στάλιν.

Ο Πούτιν ήταν το τρίτο παιδί στην οικογένεια, αν και ο ίδιος δεν γνώρισε ποτέ τα δύο αδέλφια του (το πρώτο πέθανε μερικούς μήνες μετά τη γέννησή του, ενώ το δεύτερο έφυγε πάλι σε μικρή ηλικία από διφθερίτιδα στην πολιορκία του Λένινγκραντ). Στην αυτοβιογραφία του αναφέρεται εκτενώς στα παιδικά του χρόνια, στον πατέρα του, Βλαντιμίρ Σπιρντόνοβιτς και στη μητέρα Μαρία Ιβάνοβνα. Από την οικογένεια έλειπαν τα χρήματα, δεν έλειπε όμως η αγάπη.

Ως έφηβος, εργάστηκε στο ραδιοφωνικό σταθμό του σχολείου του, όπου έπαιζε μουσική δυτικών ροκ συγκροτημάτων, φυσικά και Beatles -στους οποίους τότε είχε απαγορευτεί να δώσουν συναυλία στη Σοβιετική Ενωση.

Αγαπημένος του καλλιτέχνης από τους Μπιτλς ήταν ο Πολ ΜακΚάρτνεϊ κι αγαπημένο του τραγούδι το «Yesterday». Χρόνια μετά, είχε την ευκαιρία να ακούσει τον ΜακΚάρτνεϊ σε ένα ιδιωτικό τσάι στο Κρεμλίνο να ερμηνεύει γι' αυτόν το «Let it be».

 

Ηταν Μάιος του 2003, όταν μέλος των Μπιτλς έδωσε για πρώτη φορά συναυλία στην Κόκκινη Πλατεία.
Ανάμεσα στο κοινό που βίωσε συγκινημένο την εμπειρία ήταν και ο Πούτιν ο οποίος δεν δίστασε να παραδεχτεί πως οι Μπιτλς ήταν «μια ανάσα φρεσκού αέρα» τις εποχές που η Ρωσία ήταν ακόμα Σοβιετική Ενωση και «η μουσική τους θεωρούνταν προπαγάνδα μιας εξωγήινης ιδεολογίας».



Στην υπηρεσία της Αυτού Μεγαλειότητος

Πάμε πίσω στον νεαρό ακόμα Πούτιν, ο οποίος έχει μόλις τελειώσει το σχολείο και επιθυμεί να ενταχθεί στους κόλπους της KGB. Το επιχείρησε τελειώνοντας το σχολείο, όμως τον συμβούλεψαν να σπουδάσει και να επιστρέψει όπως και έκανε. Tέλειωσε τη Νομική σχολή στο Λένινγκραντ και με την αποφοίτησή του η KGB τον υποδέχτηκε.

Ως μέλος της υπηρεσίας, στάλθηκε στη Δρέσδη (γύρω στα μέσα της δεκαετίας του '80), όπου ζούσε με το όνομα Αντάμοφ. Εμαθε να μιλάει τέλεια τα γερμανικά και να απολαμβάνει χαρακτηριστικά των Γερμανών όπως η περιβόητη «γερμανική πειθαρχία».

Το πώς ακριβώς έζησε στη Γερμανία και ποια ήταν η φύση των καθηκόντων του παραμένει άγνωστη. Η πιο δημοφιλής εκδοχή λέει πως αναζητούσε και προσλάμβανε ανθρώπους που θα μπορούσαν να κατασκοπεύσουν τη Δύση. Ο ίδιος δεν κρύβει τη συμμετοχή του στην KGB, αλλά δεν λέει λεπτομέρειες για το συγκεκριμένο κεφάλαιο της ζωής του. Τότε «...ήταν ένας εντελώς διαφορετικός κόσμος από τον σημερινό» διευκρινίζει. «Εγώ έκανα απλώς το καθήκον μου. Υπηρέτησα την πατρίδα μου, κάνοντας μια έντιμη, αξιοπρεπή δουλειά».

 

Όταν το 1989 έπεσε το Τείχος του Βερολίνου, ο Πούτιν πήρε την οικογένεια (που είχε ήδη δημιουργήσει) και επέστρεψε στο Λένινγκραντ. Σε μια κίνηση οξυδέρκειας, αποσύρθηκε από την KGB και ξεκίνησε να εργάζεται υπό τη διοίκηση του πρώτου δημοκράτη δημάρχου της πόλης, του Ανατόλι Σόμπτσακ, ο οποίος ήταν ο πρώην καθηγητής του στο Πανεπιστήμιο.

Κι από εκεί, από τις σκιές του έμπιστου του δημάρχου που ελέγχει τα πάντα από το παρασκήνιο, ξεκίνησε μια τρελή κούρσα που τον βρήκε να μετακομίζει στη Μόσχα, να αναλαμβάνει επικεφαλής της υπηρεσίας που διαδέχτηκε την KGB και λίγο αργότερα (Αύγουστος 1999) να υποδεικνύεται από τον Μπόρις Γιέλτσιν για πρωθυπουργός της χώρας! Η περίοδος της σκιάς έφτανε στο τέλος της.
Τον Ιανουάριο του 2000, ο Γιέλτσιν εντελώς αιφνιδίως ανακοινώνει την απόσυρσή του, χρίζοντας διάδοχο τον Πούτιν. Στις εκλογές του 2000 θέτει υποψηφιότητα και εκλέγεται για πρώτη φορά στην Προεδρία. Δεκαπέντε χρόνια μετά, η ιστορία έχει ήδη αποφανθεί: η έκπληξη του Γιέλτσιν δεν ήταν πυροτέχνημα. Ο πρόεδρος Πούτιν ήρθε για να μείνει.

Ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθάνουν



Στον πρώτο του λόγο ως πρόεδρος, υποσχέθηκε ελευθερία έκφρασης, ελευθερία συνείδησης, ελευθερία του Τύπου, δικαίωμα της ιδιοκτησίας. «Αυτές είναι οι βασικές αρχές της πολιτισμένης μας κοινωνίας που θα είναι ασφαλείς κάτω από την προστασία του κράτους» είχε υποσχεθεί.
Σύμφωνα με το βιβλίο της Μάσα Γκέσεν, «Ανθρωπος δίχως πρόσωπο», μέσα σε ελάχιστα χρόνια κατάφερε να ξηλώσει μέσα ενημέρωσης και να φιμώσει πολιτικούς αντίπαλους ή επικριτές.

 

Δυτικά μέσα, αλλά και εντός Ρωσίας, του είχαν ασκήσει έντονη κριτική για αδυναμία προστασίας της ελευθερίας του Τύπου, μετά τη δολοφονία της δημοσιογράφου Αννα Πολιτκόφσκαγια ύστερα από δημοσιεύσεις της για διαφθορά του ρωσικού στρατού στις επιχειρήσεις με την Τσετσενία.
Μια άλλη παλιότερη πολυσυζητημένη περίπτωση αφορά τον θάνατο του Αλεξάντερ Λιτβινένκο, πρώην κατασκόπου της FSB, ο οποίος επέκρινε την πολιτική του Πούτιν και δηλητηριάστηκε με πολώνιο 210, ισχυρό ραδιενεργό ισότοπο.

Εντονη κριτική επίσης του ασκήθηκε για τους ομοφοβικούς νόμους που εφάρμοσε, αλλά και για το ότι έβαλε ακριβώς στην ίδια θέση τους ομοφυλόφιλους και τους οπαδούς του Σατανά, σε κήρυγμα του για την επιστροφή στις αξίες της θρησκείας.
Στη συντριπτική του πλειοψηφία, πάντως, ο ρωσικός λαός συνέχισε να τον στηρίζει, ενώ η εντύπωση που προκάλεσε -και προκαλεί- στη Δύση παρέμεινε έντονη.
Το 2007 το Time τον ανακήρυξε πρόσωπο της χρονιάς σε ένα πολυσυζητημένο εξώφυλλο, στο οποίο τα γράμματα του τίτλου του περιοδικού δείχνουν σαν διαβολικά «κέρατα» πάνω από το κεφάλι του.

Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και η ανάδειξη Πούτιν

Η επίσημη ημερομηνία του τέλους της Σοβιετικής Ένωσης είναι η 26η Δεκεμβρίου του 1991, η ημέρα της έγκρισης από το Ανώτατο Σοβιέτ της Σοβιετικής Ένωσης (Supreme Soviet of the Soviet Union), της διακήρυξης αριθ. 142-H η οποία αναγνώρισε επίσημα τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, ως κράτος και υποκείμενο του διεθνούς δικαίου. Αλλά αυτό είναι μια πολύ επιφανειακή, τυπική, άποψη για τα πράγματα. Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι παρόλο που η Σοβιετική Ένωση είχε συρρικνωθεί στο μέγεθος της Ρωσικής Ομοσπονδίας εξακολουθούσε να επιβιώνει μέσα σε αυτά τα μικρότερα σύνορα. Σε τελική ανάλυση, οι νόμοι δεν άλλαξαν εν μία νυκτί, και το ίδιο ισχύει για το μεγαλύτερο μέρος της γραφειοκρατίας, και παρόλο που το ίδιο το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε απαγορευθεί μετά το πραξικόπημα του Αυγούστου του 1991 το υπόλοιπο του κρατικού μηχανισμού συνέχισε να υπάρχει.

Για τον Γέλτσιν και τους υποστηρικτές του αυτή η πραγματικότητα δημιούργησε μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Αφού απαγόρευσε το ΚΚΣΕ και διάλυσε τη KGB, οι φιλελεύθεροι του Γέλτσιν εξακολουθούσαν να αντιμετωπίζουν ένα τρομερό αντίπαλο: το Ανώτατο Σοβιέτ της Ρωσικής Ομοσπονδίας (Supreme Soviet of the Russian Federation), το Κοινοβούλιο της Ρωσικής Σοβιετικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας (Parliament of the Russian Soviet Federative Socialist Republic), το οποίο εκλεγόταν από το Κογκρέσο των Αντιπροσώπων του Λαού της Ρωσικής Ομοσπονδίας (Congress of People’s Deputies of the Russian Federation). Κανείς δεν είχε καταργήσει αυτό *πολύ* σοβιετικό ίδρυμα το οποίο γρήγορα έγινε το κέντρο όλων σχεδόν των αντι-Γέλτσιν και φιλο-σοβιετικών δυνάμεων στη χώρα. Δεν μπορώ να εμβαθύνω σε όλες τις λεπτομέρειες του εν λόγω νομικού εφιάλτη, αρκεί να πούμε ότι το ίδιο το Ανώτατο Σοβιέτ παρουσιαζόταν ως το «Ρωσικό Κοινοβούλιο» (που δεν είναι ακριβώς αλήθεια) και ότι τα μέλη του διεξήγαγαν μια συστηματική εκστρατεία για να εμποδίσουν τον Γέλτσιν να εφαρμόσει τις «μεταρρυθμίσεις» (εκ των υστέρων, θα μπορούσε κανείς να πει ότι προσπάθησαν να εμποδίσουν τον Γέτσιν να καταστρέψει τη χώρα). Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η «νέα Ρωσία» και η «παλιά ΕΣΣΔ» πολεμούσαν μεταξύ τους για το μέλλον της χώρας. Όπως ήταν αναμενόμενο, το Ανώτατο Σοβιέτ ήθελε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία, ενώ ο Γέτσιν και οι φιλελεύθεροι του ήθελαν μια προεδρική δημοκρατία. Οι δύο πλευρές παρουσίαζαν αυτό που φαινόταν να είναι μια έντονη αντίθεση για τους περισσότερους Ρώσους:

1) Ο ρώσος πρόεδρος Γέλτσιν: επίσημα εκπροσωπούσε τη Ρωσία, σε αντιδιαστολή με τη Σοβιετική Ένωση. Ο ίδιος αυτοπαρουσιαζόταν ως αντι-κομμουνιστής και δημοκράτης (ξεχνώντας ότι ο ίδιος υπήρξε υψηλόβαθμο στέλεχος του ΚΚΣΕ και ακόμη και μέλος χωρίς δικαίωμα ψήφου στο Politburo!). Ο Γέλτσιν ήταν σαφώς ο αγαπημένος της Δύσης και υποσχέθηκε την ενσωμάτωση της Ρωσίας στο δυτικό κόσμο.

2) Το Ανώτατο Σοβιέτ: με επικεφαλής τον Ruslan Khasbulatov με την υποστήριξη του Αντιπροέδρου της Ρωσίας, Alexander Rutskoi. Το Ανώτατο Σοβιέτ έγινε το σημείο συνάντησης όλων εκείνων που πίστευαν ότι η Σοβιετική Ένωση είχε διαλυθεί παράνομα (που είναι αλήθεια) και ενάντια στη θέληση της πλειοψηφίας του λαού της (το οποίο είναι επίσης αλήθεια). Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, υποστηρικτές του Ανωτάτου Σοβιέτ ήταν αν όχι ορκισμένοι κομμουνιστές, τότε τουλάχιστον σοσιαλιστές και αντι-καπιταλιστές. Ένα μεγάλο μέρος του μάλλον αποδιοργανωμένου ρωσικού εθνικιστικού κινήματος υποστήριξε επίσης το Ανώτατο Σοβιέτ.

Όλοι γνωρίζουμε τι συνέβη τελικά: Ο Γέτσιν συνέτριψε την αντιπολίτευση σε ένα τεράστιο λουτρό αίματος, πολύ χειρότερο από ό, τι έχει αναφερθεί στα δυτικά (ή ακόμα και ρωσικά) μέσα μαζικής ενημέρωσης. Το γράφω αυτο με μεγάλο βαθμό σιγουριάς, διότι έλαβα προσωπικά τις πληροφορίες από μια πολύ καλή πηγή: Τυχαίνει να βρίσκομουν στη Μόσχα κατά τη διάρκεια εκείνων των τραγικών ημερών και ήμουν σε συνεχή επαφή με ένα συνταγματάρχη μιας μάλλον μυστικοπαθούς μονάδας ειδικών δυνάμεων της KGB που ονομαζόταν “Vympel” (περισσότερα για αυτό παρακάτω), ο οποίος μου είπε ότι η εσωτερική εκτίμηση της KGBγια τον αριθμό των ανθρώπων που σκοτώθηκαν στη Μόσχα ήταν κοντά στα 3.000 άτομα. Μπορώ επίσης προσωπικά να βεβαιώσω ότι οι μάχες διήρκεσαν πολύ περισσότερο από τους ισχυρισμούς της επίσημης αφήγησης: Είδα μια πολύ παρατεταμένη μάχη με πολυβόλα ακριβώς κάτω από το παράθυρό μου, 5 ημέρες αφότου το Ανώτατο Σοβιέτ είχε παραδοθεί. Θέλω να το τονίσω εδώ, διότι πιστεύω ότι αυτό απεικονίζει μια πραγματικότητα που συχνά παραβλέπεται: η λεγόμενη «συνταγματική κρίση του 1993» ήταν στην πραγματικότητα ένας μίνι εμφύλιος πόλεμος για την τύχη της Σοβιετικής Ένωσης και μόνο στο τέλος αυτής της κρίσης η Σοβιετική Ένωση εξαφανίστηκε πραγματικά.

Στις ημέρες που προηγούνται της επίθεσης με τανκς έναντι του Ανωτάτου Σοβιέτ, είχα την ευκαιρία να περάσω πολύ χρόνο με τους υποστηρικτές του προέδρου και του Ανωτάτου Σοβιέτ. Είχα το χρόνο να συμμετάσχω σε μακρές συζητήσεις για να προσπαθήσω να ανακαλύψω τι υποστήριζε η κάθε πλευρά για το αν θα έπρεπε να συμπορευτώ με οποιοδήποτε από τα δυο μέρη. Η διαπίστωση στην οποία κατέληξα ήταν μάλλον θλιβερή: και οι δύο πλευρές αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από πρώην (ή όχι-πρώην) κομμουνιστές, και οι δύο πλευρές ισχυρίζονταν ότι υπερασπίζονταν τη δημοκρατία και οι δύο πλευρές κατηγορούσε η μια την άλλη ότι είναι φασίστες. Στην πραγματικότητα και οι δύο πλευρές ήταν στην πραγματικότητα πολύ ίδιες. Νομίζω ότι δεν ήμουν ο μόνος που αισθανόταν έτσι εκείνες τις ημέρες και υποψιάζομαι ότι οι περισσότεροι από τους ανθρώπους στη Ρωσία το αισθάνονταν αυτό βαθιά και κατέληξαν να είναι πραγματικά αηδιασμένοι με όλους τους πολιτικούς που εμπλέκονταν.

Θα ήθελα να μοιραστώ μια πιο προσωπική ιστορία εδώ: αυτές οι τραγικές ημέρες ήταν για μένα προσωπικά αρκετά εκπληκτικές. Ήμουν, ένας νεαρός άνδρας που γεννήθηκε σε μια οικογένεια λυσσαλέων αντι-σοβιετικών Ρώσων εμιγκρέδων, που είχε περάσει πολλά χρόνια αγωνίζομενος κατά του σοβιετικού συστήματος και, ειδικότερα, της KGB. 

Και όμως, κατά ειρωνεία της τύχης, κατέληξα να περνώ τον περισσότερο χρόνο παρέα με τον συνταγματάρχη μιας μονάδας ειδικών δυνάμεων της KGB (πως γνωριστήκαμε είναι μια μεγάλη ιστορία για άλλη δημοσίευση). Ακόμη πιο εκπληκτικό για μένα ήταν το γεγονός ότι παρ’ όλες τις διαφορές μας, είχαμε ακριβώς την ίδια αντίδραση στα γεγονότα που λαμβάναν χώρα μπροστά στα μάτια μας. 

Και οι δύο αποφάσισαμε ότι δεν θα μπορούσαμε να συνταχθούμε με οποιοδήποτε από τα μέρη που συμμετείχαν σε αυτή τη σύγκρουση – και οι δύο πλευρές ήταν εξίσου αποκρουστικές για μας. Ήμουν στο διαμέρισμά του, όταν έλαβε ένα τηλεφώνημα από τα κεντρικά γραφεία της KGB για να εμφανιστεί σε μια τοποθεσία στο κέντρο για να προετοιμάσει μια επίθεση των ειδικών δυνάμεων εναντίον του «Λευκού Οίκου» (αυτό ήταν το παρατσούκλι του δρόμου που βρισκόταν το Ρωσικό κτίριο του Κοινοβουλίου) – αρνήθηκε να υπακούσει, είπε στα αφεντικά του να παν στον διάολο, και έκλεισε το τηλέφωνο. Δεν ήταν μόνος του στην εν λόγω απόφαση: ακριβώς όπως και το 1991, ούτε οι ρώσοι αλεξιπτωτιστές, ούτε οι ειδικές δυνάμεις συμφώνησαν να πυροβολήσουν τους δικούς τους ανθρώπους (άλλες, δήθεν «δημοκρατικές» δυνάμεις δεν έδειξαν τέτοιους ενδοιασμούς). 

Αντί να υπακούσει τις εντολές των αφεντικών του, ο νέος μου φίλος ξόδεψε το χρόνο του για να μου δώσει κάποιες πολύτιμες συμβουλές για το πώς να φυγαδεύσω με ασφάλεια ένα συγγενή μου από τη Μόσχα χωρίς να μας πυροβολήσουν ή να μας συλλάβουν (το να είσαι κάποιος με μητρική γλώσσα τα Ρωσικά και με ξένο διαβατήριο δεν ήταν πολύ ασφαλές πράγμα εκείνες τις ημέρες).

Ήθελα να ξαναπώ εδώ αυτή την ιστορία, γιατί δείχνει κάτι πολύ σημαντικό: το 1993 η συντριπτική πλειοψηφία των Ρώσων, ακόμα και εξόριστοι εμιγκρέδες και συνταγματάρχες των ειδικών δυνάμεων της KGB, ήταν βαθιά αηδιασμένοι και απηυδήσμενοι και με τις δύο πλευρές αυτής της κρίσης. Κατά κάποιο τρόπο, θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι περισσότεροι Ρώσοι περίμεναν μια τρίτη δύναμη να εμφανιστεί στην πολιτική σκηνή.

Από το 1993 έως το 1999 – ένας δημοκρατικός εφιάλτης

Μετά τη συντριβή της αντιπολίτευσης από τους τραμπούκους του Γέλτσιν, οι πύλες του Άδη άνοιξαν πραγματικά για τη Ρωσία: ολόκληρη η χώρα καταλήφθηκε από διάφορες μαφίες και οι τεράστιοι φυσικοί πόροι λεηλατήθηκαν από (κυρίως Εβραϊους) ολιγάρχες. Η λεγόμενη «ιδιωτικοποίηση» της ρωσικής οικονομίας δημιουργήσε τόσο μια νέα τάξη πολυεκατομμυριούχων όσο και πολλές δεκάδες εκατομμύρια πάρα πολύ φτωχών ανθρώπων που κατάφερναν μόλις και μετά βίας να επιβιώνουν. 

Ένα τεράστιο κύμα εγκληματικότητας κατελαβε κάθε πόλη, το σύνολο της υποδομής της χώρας κατέρρευσε και πολλές περιοχές της Ρωσίας άρχισαν ενεργά να σχεδιάζουν την απόσχιση τους από τη Ρωσική Ομοσπονδία. Η Τσετσενία αφέθηκε να αποσχιστεί από τη Ρωσική Ομοσπονδία μετά από ένα γκροτέσκο και αιματηρό πόλεμο που είδε το ρωσικό στρατό να δέχεται πισώπλατες μαχαιριές από το Κρεμλίνο. Και κατά την διάρκεια όλων αυτών των πραγματικά κολασμένων χρόνων, οι δυτικές ελίτ έδωσαν την πλήρη υποστήριξή τους στον Γέλτσιν και τους ολιγάρχες του. 

Η μόνη εξαίρεση σε αυτή την «γιορτή αγάπης» ήταν η πολιτική, οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη που παρείχε η αγγλοσαξωνική σφαίρα στην εξέγερση της Τσετσενίας. Τελικά, αυτό που έπρεπε να συμβεί συνέβη: η χώρα κήρυξε πτώχευση το 1998 με την υποτίμηση του ρουβλίου και τη χρεοκοπία. Αν και ποτέ δεν θα ξέρουμε στα σίγουρα, πιστεύω ακράδαντα ότι το 1999 η Ρωσία ήταν μόλις λίγα βήματα μακριά από το να εξαφανιστεί εντελώς ως χώρα και ως έθνος.

Η κληρονομιά που άφησαν οι φιλελεύθεροι / δημοκράτες

Αφού συνέτριψαν την αντιπολίτευση το 1993, οι Ρώσοι φιλελεύθεροι απέκτησαν την πλήρη ελευθερία να συντάξουν ένα νέο σύνταγμα που θα ταιριάζει απόλυτα με το σκοπό τους, και με τη χαρακτηριστική έλλειψη διορτικότητας που τους χαρακτηριζει υιοθέτησαν ένα νέο Σύνταγμα το οποίο έδωσε τεράστιες εξουσίες στον Πρόεδρο και πραγματικά πολύ λίγα στο νέο Κοινοβούλιο, τη Ρωσική Δούμα. Προχώρησαν τόσο πολύ ώστε κατάργησαν ακόμα και τη θέση του Αντιπροέδρου (δεν ήθελαν άλλο Rutskoi να σαμποτάρει τα σχέδιά τους).

Και παρόλα αυτά, στις προεδρικές εκλογές του 1996, οι φιλελεύθεροι έχασαν σχεδόν τα πάντα. Προς φρίκη τους, ο Κομμουνιστής Υποψήφιος Gennadi Zuiganov κέρδισε τις περισσότερες ψήφους στον 1ο γύρο, πράγμα που ανάγκασε τους φιλελεύθερους να κάνουν δύο πράγματα: πρώτον, φυσικά, παραποίησαν τα επίσημα αποτελέσματα και, δεύτερο, έκαναν μια συμμαχία με τον αρκετά δημοφιλή Αρχιστρατηγό, Alexander Lebed. Αυτές οι δύο κινήσεις κατέστησαν δυνατό για αυτούς να δηλώσουν ότι κέρδισαν το 2ο γύρο (αν και στην πραγματικότητα ο Ziuganov κέρδισε). Εδώ ξανά, η Δύση υποστήριξε πλήρως τον Γέλτσιν. Και γιατί όχι; Αφού έδωσε την πλήρη υποστήριξη της στον Γέλτσιν για την αιματηρή καταστολή των υποστηρικτών του Ανώτατου Σοβιέτ, γιατί να μην υποστηρίξει επίσης τον Γέλτσιν σε κλεμμένες εκλογές, έτσι δεν είναι; Για μια δεκάρα, για ένα δολάριο. (Ολα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω)

Ο ίδιος ο Γέλτσιν, ωστόσο περνούσε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του πίνοντας μέχρι θανάτου και σύντομα έγινε μάλλον σαφές ότι δεν θα διαρκέσει για πολύ. Πανικός κατέλαβε το φιλελεύθερο στρατόπεδο ο οποίος έληξε με την διάπραξη ενός τεράστιου λάθους: επέτρεψαν σε έναν ελάχιστα γνωστό και μάλλον αδιάφορο γραφειοκράτη από την Αγία Πετρούπολη να αντικαταστήσει τον Γέλτσιν ως Αναπληρωτής Πρόεδρος: τον Βλαντιμίρ Πουτιν.

Ο Πούτιν ήταν ένας ήσυχος, χαμηλών τόνων, ικανός γραφειοκράτης του οποίου η κύρια ποιότητα φαίνεται να ήταν η έλλειψη ισχυρής προσωπικότητας, ή έτσι πίστευαν οι φιλελεύθεροι. Και, φίλε, αυτός ήταν ένας μεγάλος λανθασμένος υπολογισμός!

Μόλις διορίστηκε, ο Πούτιν ενήργησε με αστραπιαία ταχύτητα. Εξέπληξε αμέσως τους πάντες με την προσωπική του ανάμειξη στο 2ο πόλεμο της Τσετσενίας. Σε αντίθεση με τον προκάτοχό του, ο Πούτιν έδωσε όλη την ελευθερία στους στρατιωτικούς διοικητές να διεξάγουν τον πόλεμο αυτό, όπως ήθελαν. Ο Πούτιν εξέπληξε όλους και πάλι, όταν έκανε μια πραγματικά ιστορική συμφωνία με τον Ahmad Hadji Καντίροφ για να φέρει την ειρήνη στην Τσετσενία, ακόμη και αν ο τελευταίος ήταν ο ηγέτης της εξέγερσης κατά τη διάρκεια του πρώτου πολέμου της Τσετσενίας.

Η δημοφιλία του Πούτιν εκτινάχθηκε στα ύψη και το χρησιμοποίησε άμεσα προς όφελός του.

Σε ένα καταπληκτική «στροφή» της ιστορίας, ο Πούτιν χρησιμοποίησε το Σύνταγμα που αναπτύχθηκε και εγκρίθηκε από τους ρώσους φιλελεύθερους για να εφαρμόζει πολύ γρήγορα μια σειρά από καίριες μεταρρυθμίσεις και να εξαλείψει τη βάση δύναμης των φιλελευθέρων: τους Εβραίους Ολιγάρχες (Berezovksy, Khorodkovsky, Fridman, Gusinsky, κ.λπ.). Πέρασε επίσης πολλούς νόμους που προορίζονται να «ενισχύσουν την κάθετη δύναμη/ιεραρχία» που έδωσε στο Ομοσπονδιακό Κέντρο τον άμεσο έλεγχο πάνω στις τοπικές διοικήσεις. Αυτό, με τη σειρά του, όχι μόνο συνέτριψε πολλές από τις τοπικές μαφίες που είχαν καταφέρει να διαφθείρουν και να διεισδύσουν στις τοπικές αρχές, αλλά επίσης σταμάτησε γρήγορα τα διάφορα αποσχιστικά κινήματα στο εσωτερικό της Ρωσίας. 

Τέλος, χρησιμοποίησε τους λεγόμενους «διοικητικούς πόρους» για τη δημιουργία του δικού του κόμματος «Ενωμένη Ρωσία» (United Russia) και για να του δώσει την πλήρη υποστήριξη από το κράτος. Η ειρωνεία εδώ είναι ότι ο Πούτιν δεν θα είχε ποτέ καταφέρει να πετύχει σε αυτές τις προσπάθειες αν δεν είχαν οι Ρώσοι φιλελεύθεροι δημιουργήσει ένα υπερ-Προεδρικό Σύνταγμα, το οποίο έδωσε στο Πούτιν τα μέσα για να επιτύχει τους στόχους του. Για να παραφράσουμε τον Λένιν, θα έλεγα ότι οι Ρώσοι φιλελεύθεροι έδωσαν στον Πούτιν το σχοινί για να τους κρεμάσει.

Η Δύση, φυσικά, γρήγορα κατάλαβε τι συνέβαινε, αλλά ήταν πολύ αργά: οι φιλελεύθεροι είχαν χάσει την εξουσία για πάντα (Θεού θέλοντος!) και η χώρα είχε σαφώς αναληφθεί από μια τρίτη, προηγουμένως αθέατη, δύναμη.

Ποιοι έβαλαν πραγματικά τον Πούτιν στην εξουσία;

Αυτή είναι η κρίσιμη ερώτηση. Τυπικά, η επίσημη απάντηση είναι απλή: Το περιβάλλον του Γέλτσιν. Παρόλα αυτά, είναι μάλλον προφανές ότι κάποια άλλη άγνωστη ομάδα ανθρώπων κατάφερε να ξεγελάσει άψογα τους Φιλελεύθερους ώστε να αφήσουν την αλεπού μέσα στο κοτέτσι τους.

Τώρα, θυμηθείτε ότι οι φιλο-σοβιετικές δυνάμεις είχαν ηττηθεί πλήρως το 1993. Έτσι, αυτό δεν ήταν το αποτέλεσμα κάποιων νοσταλγικών ρεβανσιστών που ήθελαν να αναστήσουν την παλιά Σοβιετική Ένωση. Έτσι δεν χρειάζεται να κοιτάξουμε προς αυτό το στρατόπεδο που, στην πραγματικότητα, έχει ως επί το πλείστον παρέμεινει αντίθετο προς τον Πούτιν μέχρι σήμερα. Ποιος άλλος τότε;

Ήταν στην πραγματικότητα μια συμμαχία δύο δυνάμεων: πρώην στοιχείων της «PGU KGB SSSR» και μια σειράς σημαντικών βιομηχανικών και οικονομικών ηγετών. Ας τα εξετάσουμε στη συνέχεια ένα προς ένα:

Η πρώτη δύναμη ήταν η PGU KGB SSSR: το παράρτημα στο εξωτερικό της Σοβιετικής KGB. Το επίσημο όνομα της ήταν Πρώτη Γενική Διεύθυνση της Επιτροπής Κρατικής Ασφάλειας της ΕΣΣΔ (First Chief Directorate of the Committee of State Security of the USSR). Θα μπορούσαμε να πούμε το αντίστοιχο της βρετανικής MI6. Αυτή ήταν πέρα ​​από κάθε αμφιβολία το πιο εκλεκτό μέρος της KGB, αλλά και η πιο αυτόνομη (είχε ακόμη και δική της έδρα στα νότια της Μόσχας). 

Αν και η PGU ασχολήθηκε με μια σειρά από ζητήματα, ήταν επίσης πολύ στενά συνδεδεμένη με, και ενδιαφερόταν για, τον κόσμο των μεγάλων επιχειρήσεων, στην ΕΣΣΔ και στο εξωτερικό. Δεδομένου ότι η PGU δεν είχε τίποτα να κάνει με τις πιο άσχημες δραστηριότητες της KGB όπως η δίωξη των διαφωνούντων (που ήταν ο ρόλος της 5ης Διεύθυνσης) και δεδομένου ότι είχε λίγη σχέση με την εσωτερική ασφάλεια (αυτό ήταν το προνόμιο της 2ης Γενικής Διεύθυνσης), δεν ήταν ψηλά στον κατάλογο των ιδρυμάτων προς μεταρρύθμιση απλά και μόνο επειδή δεν ήταν τόσο μισητή όσο το πιο ορατό μέρος της KGB.

Η δεύτερη δύναμη που έβαλε τον Πούτιν στην εξουσία αποτελούνταν από νέους ανθρώπους που προέρχονταν από βασικά υπουργεία της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, τα οποία ασχολούνταν με βιομηχανικά και οικονομικά ζητήματα και τους οποίους μισούσαν οι Εβραϊοι ολιγάρχες του Γέλτσιν. Σε αντίθεση με τους ολιγάρχες του Γελτσιν, αυτοί οι νέοι ηγέτες δεν ήθελαν να λεηλατήσουν απλά όλους τους πόρους της Ρωσίας και αργότερα να συνταξιοδοτηθούν στις ΗΠΑ ή το Ισραήλ, αλλά ήθελαν η Ρωσία να γίνει μια ισχυρή οικονομία της αγοράς ενσωματωμένη στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Αργότερα, η πρώτη ομάδα θα μετατραπεί σε αυτό που εγώ αποκαλώ υποστηρικτές της Ευρασιατική Εθνικής Κυριαρχίας (Eurasian Sovereignists), ενώ η δεύτερη θα γίνει αυτό που εγώ αποκαλώ υποστηρικτές της Ατλαντικής Ολοκλήρωσης (Atlantic Integrationists) (μπορείτε να δείτε εδώ και εδώ για μια επεξήγηση αυτών των εννοιών). Θα μπορούσαμε να τους σκεφτούμε ως «οι άνθρωποι του Πούτιν» και «οι άνθρωποι του Μεντβέντεφ».

Τέλος, δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι υπάρχει, φυσικά, και μια τρίτη δύναμη που έδωσε την πλήρη υποστήριξή της στο δίδυμο Πούτιν-Μεντβέντεφ – οι ίδιοι οι Ρώσοι που έχουν, μέχρι στιγμής, πάντα ψηφίσει για να τους κρατήσουν στην εξουσία.

Ένα απόλυτα εξαιρετικό μοντέλο, αλλά που πλέον έχει υπερβεί της διάρκεια ζωής του

Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι η ιδέα για τη δημιουργία αυτού του «δίδυμου» δεν ήταν τίποτα λιγότερο από εξαιρετική: ο Πούτιν θα φρόντιζε για τους εθνικιστές, ο Μεντβέντεφ για το πιο φιλελεύθερα προσανατολισμένο τμήμα του λαού. Ο Πούτιν θα είχε την υποστήριξη των «υπουργείων δύναμης» (άμυνα, ασφάλεια, μυστικές υπηρεσίες), ενώ ο Μεντβέντεφ θα είχε τη στήριξη της επιχειρηματικής κοινότητας. Ο Πούτιν θα μπορούσε να τρομάξει τις τοπικές αρχές, για συμμόρφωση με τις εντολές από το ομοσπονδιακό κέντρο, ενώ ο Μεντβέντεφ θα έκανε τις ΗΠΑ και την ΕΕ να αισθάνονται καλά στο Νταβός. Ή, ας το θέσω έτσι: ποιος θα ήταν εναντίον του δίδυμου Πούτιν και Μεντβέντεφ; Οι πιστοί υποστηρικτές της Σοβιετικής Ένωσης, λυσσαλέοι ξενοφοβικοί εθνικιστές, λυσσαλέοι φιλελεύθεροι φιλοαμερικάνοι και η Εβραϊκή διασπορά. Αυτοί πάνω κάτω, και δεν είναι και πολλοί.

Με την ευκαιρία – ποιους βλέπουμε στη σημερινή αντιπολίτευση; Ένα Κομμουνιστικό Κόμμα για όσους νοσταλγούν την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης, ένα Φιλελεύθερο-Δημοκρατικό Κόμμα για τους εθνικιστές, και το αρκετά μικρό κόμμα «Δίκαιη Ρωσία» του οποίου μοναδικός σκοπός φαίνεται ότι είναι να πάρει ψήφους από τους άλλους δύο και συνεργάζεται με μερικούς από τους λυσσαλέους φιλελεύθερους. Με άλλα λόγια, οι Μεντβέντεφ και Πούτιν έχουν ουσιαστικά εξαλείψει κάθε είδους αξιόπιστη αντιπολίτευση.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια