Δυο Ανεκδοτάκια να γελάσουμε λίγο....

O Γιώργος ξυπνάει στο κρεβάτι του με ένα τρομερό hungover.
Το κεφάλι του πάει να σπάσει.Με το ζόρι ανοίγει τα μάτια του και το πρώτο που βλέπει είναι 2 ασπιρίνες και ένα ποτήρι νερό στο κομοδίνο του.
Ανακάθεται και βλέπει τα ρούχα του καθαρά και διπλωμένα στην καρέκλα μπροστά του.
Κοιτάζει το δωμάτιο και συνειδητοποιεί ότι όλα είναι πεντακάθαρα και τακτοποιημένα.
Βγαίνοντας από το δωμάτιο βλέπει ότι όλο το σπίτι είναι στην εντέλεια.

Στην κουζίνα βλέπει ένα σημείωμα.
«Μωρό μου, θα βρεις το πρωινό σου στον φούρνο. Πήγα να ψωνίσω για να σου μαγειρέψω λαγό το μεσημέρι που ξέρω ότι λατρεύεις. Σ' αγαπώ.»

Πράγματι το πρωινό ήταν στο φούρνο ζεστό και λαχταριστό.
Πάει να καθίσει και κάθεται πάνω σε μια «ΏΡΑ ΓΙΑ ΣΠΟΡ».
Την κοιτάει και προς έκπληξη του είναι σημερινή..

Εκείνη την στιγμή μπαίνει και ο γιος του στην κουζίνα.
- Καλημέρα γιε μου, μπορείς να μου πεις τι έγινε χθες;
- Κοίταξε γύρισες σπίτι στις 5 το πρωί, μεθυσμένος και με λερωμένα ρούχα γιατί κάπου είχες πέσει στον δρόμο, έπεσες και από τις σκάλες καθώς ανέβαινες και από τα νεύρα σου έσπασες το καλό σερβίτσιο και κάτι έπιπλα.
- Και τότε γιατί η μητέρα σου μου έκανε πρωινό, μου αγόρασε ΩΡΑ ΓΙΑ ΣΠΟΡ και έχει όλο το σπίτι στην εντέλεια;
- Α, αυτό λες; Η μαμά σε έσυρε στο κρεβάτι και όταν πήγε να σου βγάλει το παντελόνι άρχισες να φωνάζεις: «Άσε με ήσυχο κυρά μου, είμαι παντρεμένος!»...

______________________________________

Μια φορά ένας δημοσιογράφος, έπιασε δουλειά σε μια γνωστή μεγάλη εφημερίδα. Την πρώτη του μέρα στη δουλειά τον έβαλαν να καθίσει σε ένα μεγάλο τραπέζι και του έδωσαν ένα θέμα για το πρώτο του άρθρο.

Το γραφείο του ήταν μακριά από των υπολοίπων συναδέλφων του, δίπλα στο χώλ, εντελώς απομονωμένο.

Καθώς ξεκίνησε να γράφει, παρατήρησε κάτι περίεργες κάθετες χαρακιές επάνω στο γραφείο του, σε διαφορετικά σημεία. Γεμάτος περιέργεια ρωτά κάποιον παλιό τι είδους χαρακιές είναι αυτές και ποιος τις έκανε.

Κοίτα, καλύτερα μην τις πειράξεις, εδώ κάθε τέλος του μήνα πέφτουν χοντρά λεφτά απο στοιχήματα, του απαντά ο παλιός.
Τι στοιχήματα, ρωτά ο νέος.

Μόλις πληρωθούμε, ερχόμαστε στο τραπέζι αυτό, ποντάρουμε κάποιο ποσό και βάζουμε τα μόρια μας ένας – ένας πάνω στο τραπέζι, μαρκάρουμε το σημείο και τελικά όποιος έχει την μεγαλύτερη παίρνει τα λεφτά.

Μόλις έφυγε και ο τελευταίος υπάλληλος απο το γραφείο του, πάει ο πονηρός νέος, βγάζει το μόριο του το τοποθετεί πάνω στο τραπέζι, τραβάει μια χαρακιά και με μεγάλη του χαρά βλέπει ότι η χαρακιά του βρίσκεται 5 πόντους ψηλότερα από του τελευταίου. Κουφάλες, σκέφτεται, σας τα πήρα!

Τέλος του μήνα και όλο το ανδρικό προσωπικό στέκεται μπροστά στο τραπέζι των στοιχημάτων.

Να παίξω και γω πρώτος, ρωτάει ο πονηρός νέος, βάζω 1.200 ευρώ.

Παίξε του λένε οι παλαιοί .

Βγάζει το μόριο του, τον βάζει στο τραπέζι, χαράζει και …..

Πίσω του ακούγονται γέλια και βρισίδια και κάποιον να λέει:


Απο την άλλη μεριά του τραπεζιού στεκόμαστε ρε καραγκιόζη !!!

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια