Π. Παυλόπουλος από το βήμα της Βουλής: Να αρθεί επιτέλους η εξίσωση «φτωχός ίσον εγκληματίας»

Απόσπασμα της αγόρευσης του κ. Π. Παυλόπουλου, κατά τη σημερινή (28/5/2014) συζήτηση στη Βουλή του σν του Υπ. Δικαιοσύνης, σχετικά με την τροπολογία για την ποινική μεταχείριση οφειλετών προς το Δημόσιο και τα δημόσια νομικά πρόσωπα.

Η παρέμβασή μου αφορά δύο σημεία, τα οποία
σχετίζονται με επιμέρους ζητήματα. Κανονικά η συζήτηση αυτή θα έπρεπε να γίνει επί των άρθρων. Αν, επιλέγω, όμως, κύριε Υπουργέ, να αναφέρω αυτά τα ζητήματα σήμερα είναι για να μπορέσετε να έχετε τη δυνατότητα μέχρι την αυριανή συνεδρίαση να επιφέρεται τις αναγκαίες αλλαγές και ιδίως να πάρετε την πρωτοβουλία να ψηφιστεί αύριο από τη Βουλή η διάταξη για την οποία θα μιλήσω στη συνέχεια.

Είναι δύο, λοιπόν, τα ζητήματα. Το πρώτο από αυτά είναι και το κυριότερο. Το έχουμε αναφέρει πολλές φορές, αλλά το ζήτημα που δημιουργεί η παραμονή αυτής της διάταξης στην ελληνική έννομη τάξη έχει ήδη κορυφωθεί. Και αναφέρομαι στις διατάξεις ιδίως του άρθρου 3, παράγραφος 1, του ν. 3943/2011 -και σε άλλες διατάξεις, ιδίως, όμως, σε αυτή τη διάταξη- η οποία -το τονίζω για πολλοστή φορά- είναι η διάταξη των κυβερνήσεων Παπανδρέου, με Υπουργό τον κ. Παπακωνσταντίνου, που σε εφαρμογή των μνημονίων και για λόγους επίτευξης δημοσιονομικών στόχων, ποινικοποιεί τη συμπεριφορά οφειλέτη του δημοσίου ή Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου του ευρύτερου δημόσιου τομέα ακόμα και όταν δεν έχει να πληρώσει για λόγους αντικειμενικής αδυναμίας. 

Επαναλαμβάνω -και δεν θα κουραστώ να το επαναλαμβάνω- το εξής: Το 2011 θεσπίστηκε διάταξη με την οποία αν κάποιος οφείλει στο δημόσιο και σε δορυφορικά του νομικά πρόσωπα και δεν μπορεί να πληρώσει την οφειλή του επειδή είναι φτωχός -σε ορισμένες περιπτώσεις έχει καταστεί φτωχός από υπαιτιότητα του κράτους- αυτός ο άνθρωπος υπέχει ποινική ευθύνη. Δηλαδή, στην Ελλάδα του 2014, λόγω κληρονομιάς των μνημονιακών πολίτικων των κυβερνήσεων Παπανδρέου-Παπακωνσταντίνου, έχουμε εγκλήματα στα οποία συντρέχει αντικειμενική ποινική ευθύνη. Εάν μου βρει κανείς μία χώρα -όχι μόνο στην Ευρώπη, παντού- στην οποία έχουμε τέτοια αντικειμενική ευθύνη, να έρθει να μου το πει. 

Τέτοιες διατάξεις όπως αυτή -το ξέρετε, κύριε Υπουργέ, ξέρω την ευαισθησία σας, το έχουμε κουβεντιάσει πολλές φορές και έχετε αποδεχθεί ότι θα αρθεί αυτή η διάταξη από την ελληνική έννομη τάξη- όπως αυτή η εξίσωση «φτωχός ίσον εγκληματίας», είναι εξίσωση πτώχευσης του νομικού μας πολιτισμού, του πολιτικού μας πολιτισμού. 
Είναι αδιανόητο να υπάρχουν τέτοιες διατάξεις. Είναι διατάξεις μεσαιωνικού τύπου, είναι διατάξεις οι οποίες αποπνέουν μια ιεροεξεταστική, πραγματικά, νοοτροπία. Αυτή η διάταξη πρέπει οπωσδήποτε να αρθεί.

Σας έχω δώσει τη ρύθμιση, κύριε Υπουργέ, και νομίζω ότι είναι ευκαιρία να τη φέρετε στην αυριανή συνεδρίαση. Άλλωστε, παρά το γεγονός ότι από τον Κανονισμό δεν επιτρέπεται αυτό, όταν συμφωνεί το Σώμα η διάταξη αυτή μπορεί να έρθει και να ψηφιστεί αύριο. Δεν νομίζω ότι διαφωνεί κανείς σε αυτή την Αίθουσα. 

Σας έχω δώσει τη ρύθμιση, λοιπόν, που λέει ότι συνιστά έγκλημα κατά τις οικείες διατάξεις η μη πληρωμή οφειλών στο δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα μόνο όταν συντρέχει τουλάχιστον δόλος ή βαριά αμέλεια. Δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Αυτή η διάταξη είναι γενική, καλύπτει όλες τις περιπτώσεις και πρέπει οπωσδήποτε να ψηφιστεί.

Θυμίζω δε -για να καταλάβει κανείς πόσο υπάρχει μια αξιακή αντινομία μέσα στο νομικό μας σύστημα- ότι στο άρθρο 377 του Ποινικού Κώδικα υπάρχει η κλοπή ή υπεξαίρεση χρήσεως, μια διάταξη από τη δεκαετία του ’50 η οποία απηχεί τη νοοτροπία των «Αθλίων» του Βίκτωρος Ουγκώ. Εκεί όταν τελείται κλοπή ή υπεξαίρεση χρήσεως –κάποιος, δηλαδή, κλέβει ή κάνει υπεξαίρεση γιατί πρέπει να ζήσει, πρέπει να φάει για να μην πεθάνει- η πράξη μένει ατιμώρητη. Στη δεκαετία του ’50 υπήρχε η ευαισθησία να μην θεωρείται έγκλημα η κλοπή ή η υπεξαίρεση, εάν γίνεται όταν κάποιος το κάνει για λόγους ανάγκης, για να υπερασπιστεί τη ζωή του. Και το 2014, εν ονόματι επίτευξης δημοσιονομικών στόχων, είναι εγκληματίας εκείνος ο οποίος έχει πτωχεύσει πολλές φορές από την πολιτική του κράτος και αδυνατεί να πληρώσει; Ποιος μπορεί να το ανεχθεί αυτό; Αυτή την αντινομία ποιος μπορεί να την ανεχθεί; 

Κύριε Υπουργέ, μπορεί να σας έχουν πει -γιατί ξέρω, σας είπα, την ευαισθησία σας, ξέρω ότι αυτή η διάταξη είναι διάταξη που θέλετε να τη φέρετε- ότι χρειάζεται την επίνευση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους γιατί έχει δαπάνη, κόστος. Όποιος το είπε αυτό, κύριε Υπουργέ, καλύτερα να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέπτη. Όποιος ισχυρίζεται ότι το να βγάλουμε από την έννομη τάξη το άρθρο 3, παράγραφος 1 του ν.3943, ξέρετε τι υπονοεί; Ότι η διάταξή αυτή μπήκε -δηλαδή το να μπαίνει φυλακή εκείνος ο οποίος από λόγους αντικειμενικής αντινομίας αρνείται να πληρώσει- για  να πάει να καταχρεωθεί, να «κόψει το λαιμό του» κάποιος για να πληρώσει. Όποιος έρθει και μου πει ότι αν βγει αυτή η διάταξη, θα έχει αυτό το κόστος, ας αναλάβει και τη σχετική ευθύνη.

Δεν είναι θέμα του κ. Στουρνάρα, ούτε του Υπουργείου Οικονομικών. Είναι θέμα δικό σας, κύριε Υπουργέ. Και τη διάταξη αυτή, χωρίς καμία Έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, γιατί δεν έχει δαπάνη, μπορείτε να τη φέρετε. Την έχετε έτοιμη στα χέρια σας. Φέρτε τη, λοιπόν, αύριο και να την ψηφίσει όλη η Βουλή. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει ένας συνάδελφος από τις δημοκρατικές δυνάμεις μέσα στη Βουλή που θα έχει αντίρρηση να ψηφιστεί αυτή η διάταξη. 

Σας καλώ, σας παρακαλώ -γιατί ξέρω ότι έχετε ενστερνιστεί αυτή την άποψη, ξέρω ότι την έχετε δρομολογήσει, αλλά ξέρω ότι ενδεχομένως προσκρούει σε γραφειοκρατικές διαδικασίες στο Υπουργείο Οικονομικών- να τη φέρετε εδώ. Η Βουλή είναι εδώ, η Βουλή νομοθετεί. Και σας τονίζω ότι από νομική και συνταγματική άποψη δεν υπάρχει κανένα θέμα σε ό,τι αφορά το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους.  Έχω διατελέσει χρόνια Υπουργός, γνωρίζω πολύ καλά τι σημαίνουν οι Εκθέσεις του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Και λέω μετά λόγου γνώσεως ότι δεν μπορεί να έχει λόγο το Υπουργείο Οικονομικών στο να βγάλουμε αυτή τη διάταξη από την ελληνική έννομη τάξη, η οποία είναι ντροπή για το νομικό μας πολιτισμό.

Τέλος -και συγχωρέστε με, κύριε Πρόεδρε, θα είμαι πολύ σύντομος- θα ήθελα να κάνω μια δεύτερη παρατήρηση: Είναι ορθή η παρατήρηση που κάνει το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής για το άρθρο 7. Εάν κοιτάξετε τη διατύπωση του άρθρου 7, όπως είναι, λέει: «Όποιος εξωθεί ή παρασύρει ανήλικο να γίνει μάρτυρας συνουσίας ή άλλης γενετήσιας πράξης, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ακόμα και αν ο ανήλικος δεν συμμετέχει σε αυτές.». Το «ακόμα και αν ο ανήλικος δεν συμμετέχει σε αυτές», είναι περιττολογία, διότι αφού εξωθείται ή παρασύρεται να γίνει μάρτυρας, εξ ορισμού δεν συμμετέχει. Εάν συμμετέχει, καταλαβαίνετε ότι από εκεί και πέρα δεν είναι θέμα μάρτυρα.
Άρα, είναι περιττό και πρέπει να φύγει αυτή η διάταξη.

Δεύτερον, ορθώς το Επιστημονικό Συμβούλιο επισημαίνει την ακόλουθη αξιολογική αντινομία από πλευράς ποινικού δικαίου η οποία υπάρχει μέσα στη διάταξη αυτή. Παρατηρήστε, κύριε Υπουργέ: Όταν έχεις ένα παιδί το οποίο είναι πάνω από δεκαπέντε χρόνων και το καλείς να γίνει μάρτυρας συνουσίας ή γενετήσιας πράξης ή πολύ περισσότερο σεξουαλικής κακοποίησης, είναι έγκλημα και τιμωρείται. Η ασέλγεια, όμως, επί ανηλίκου που είναι πάνω από δεκαπέντε χρονών, δεν τιμωρείται ποινικά. Πρέπει να διαλέξουμε. Δεν μπορεί, δηλαδή, να είναι εγκληματική πράξη το να κάνεις κάποιον μάρτυρα -πάνω από δεκαπέντε χρόνων- μιας τέτοιας πράξης και από την άλλη πλευρά όταν ασελγείς επί ανηλίκου, εφόσον είναι πάνω από δεκαπέντε χρόνων, η πράξη να μένει ατιμώρητη. Δεν μπορεί να υπάρχει τέτοια διαφοροποίηση ηθικής απαξίας μεταξύ των δύο πράξεων.

Θεωρώ, λοιπόν, ότι εφόσον διατηρήσετε -και ορθώς θα τη διατηρήσετε- αυτήν τη διάταξη διορθωμένη, όπως λέει και το Επιστημονικό Συμβούλιο, τότε θα πρέπει και η ασέλγεια επί ανηλίκου, εφόσον είναι πάνω από δεκαπέντε ετών, και αυτή να τιμωρείται ως εγκληματική πράξη εάν θέλουμε ο αξιακός κώδικας, ο οποίος διέπει το ποινικό μας δίκαιο, να έχει την αρμονία η οποία επιβάλλεται από τη σύμπνοια η οποία πρέπει να υπάρχει μεταξύ των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια