Ανέκδοτα με πολύ γέλιο.

Ανέκδοτο: Έτσι πηδάει ο Έλληνας!!!

Ένας Γάλλος, ένας Ιταλός και ένας Έλληνας είναι σε μια υπερατλαντική πτήση. 
Μετά από μερικά κοκτέιλ, οι άντρες άρχισαν να συζητούν για προσωπικά 
θέματα.
 
"Χτες το βράδυ έκανα έρωτα στη γυναίκα μου τέσσερις φορές", είπε ο Γάλλος, 
"και το πρωί μου έκανε υπέροχες κρέπες και μου είπε πόσο πολύ με λατρεύει". 
"Χα, εγώ χτες το βράδυ έκανα έρωτα στη γυναίκα μου έξι φορές", 
απαντά ο Ιταλός, "και το πρωί αφού μου έκανε μια υπέροχη ομελέτα, μου είπε 
ότι ποτέ δεν θα μπορέσει να αγαπήσει άλλον άντρα στη ζωή της". 
Ο Έλληνας είχε μείνει σιωπηλός και έτσι, ο Γάλλος γύρισε με ύφος και τον 
ρώτησε: "Και εσύ, πόσες φορές έκανες έρωτα στη γυναίκα σου χτες το βράδυ;" 
"Μία", του απαντά ο Έλληνας 
"Χα, μόνο μία;" του λέει ειρωνικά ο Ιταλός. 
"... Και τι σου είπε σήμερα το πρωί;" 

"Μη σταματάς" αγόρι μου μη σταματάς!!!!!!!!!!



Ανέκδοτο: Τα σαλιγκάρια!!!

Η κυρά-Μαρία στέλνει τον άντρα της τον κυρ-Στέλιο στην αγορά να πάρει σαλιγκάρια . 
" Μη πιάσεις τη κουβέντα στην αγορά . Να πας και να γυρίσεις αμέσως . Δε θα προλάβουνε να γίνουνε τα σαλιγκάρια για το μεσημέρι "  

Φεύγει ο κυρ-Στέλιος και πάει γρήγορα-γρήγορα στην αγορά , παίρνει τα σαλιγκάρια και ξεκινάει για το σπίτι . 
Καθώς περνούσε από ένα καφενείο κοντά στην αγορά , βλέπει μέσα 2 φίλους του να πίνουν το ουζάκι τους . Τους χαιρετάει και κάθεται μαζί τους " για λίγο , γιατί πρέπει να γυρίσει γρήγορα στο σπίτι ". Πίνει κι αυτός τα ουζάκια του , ένα , δύο , τρία καραφάκια όταν θυμάται τη γυναίκα του . 
" Αμάν ! άργησα ! Φεύγω , θα τα πούμε μια άλλη φορά ! " και φεύγει βιαστικός . 

Είχε φτάσει στα μισά του δρόμου όταν βλέπει το γείτονά του τον Θανάση . 
" Πάμε για καμιά μπυρίτσα ; ", του λέει ο Θανάσης . 
" Έχω αργήσει , Θανάση μου . Αλλά μη σου χαλάσω το χατίρι . Πάμε, αλλά για λίγο " 
Και κάθονται σε ένα μαγαζάκι . Πίνουν μια , δυο , τρεις , δέκα , έντεκα μπύρες και ξαφνικά ο κυρ-Στέλιος κοιτάζει το ρολόι του . Είναι 5 η ώρα .

" Ποιος την ακούει τη κυρά-Μαρία ! " λέει και σηκώνεται να φύγει . Έχει ψιλομεθύσει , του αρέσει άλλωστε το ποτό . Προχωράει όσο πιο γρήγορα μπορεί , αλλά 2 τετράγωνα πριν από το σπίτι του , συναντάει το φίλο του το Βαγγέλη . 
" Έλα για λίγο στο σπίτι " του λέει ο Βαγγέλης . " Ανοιξα χθες ένα καινούργιο βαρέλι κρασί . Πρέπει να το δοκιμάσουμε ! " 

Ανεβαίνει ο κυρ-Στέλιος στο σπίτι του Βαγγέλη με τα σαλιγκάρια στο χέρι . Δοκιμάζει το καινούργιο κρασί και πριν προλάβει να τελειώσει το δέκατο πέμπτο ποτήρι διαπιστώνει ότι έχει σκοτεινιάσει . Δεν τον παίρνουν τα πόδια του , αλλά τρεκλίζοντας και με τα σαλιγκάρια παραμάσχαλα πάει προς το σπίτι . 

"Δε θα ξανασταματήσω πουθενά ! " λέει μέσα στο μεθύσι του . 
Φτάνει στο σπίτι , βγάζει τα κλειδιά , προσπαθεί να βρει το σωστό κλειδί . Δύσκολο όμως με το μεθύσι που έχει . Παραπατάει και του πέφτει η σακούλα με τα σαλιγκάρια από τα χέρια . Σκίζεται και χύνονται τα σαλιγκάρια στα σκαλοπάτια . 
Η κυρά-Μαρία που καθόταν στα καρφιά από το πρωί , μόλις άκουσε το θόρυβο άνοιξε την πόρτα έξαλλη , έτοιμη να του χιμήξει . 

" Που ήσουνα , βρε γαϊδούρι , όλη μέρα ; " 
Κι ο κυρ-Στέλιος : 
" Σσσσσσσσστ , μη φωνάζεις ! Δε βλέπεις ; " της λέει δείχνοντας τα σαλιγκάρια . Και γυρίζοντας προς τα πεσμένα σαλιγκάρια τους : 
" Ελάτε ? ελάτε ? ελάτε , καλά μου σαλιγκαράκια μου , κουράγιο , λίγο ακόμα και φτάσαμε ! "
e-frapedia.com

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια