Ιστορίες απιστίας: Το καρούμπαλο

Νόμιζα ότι τα είχα δει όλα όταν κλείσαμε το μαγαζί κι όχι μόνο έμεινα άνεργος στα 52 μου, αλλά μετά από 20 χρόνια στο νησί έπρεπε ξαφνικά να περάσω όλο το καλοκαίρι στην Αθήνα. Όταν όμως η Μάρα με παράτησε για την εφοπλιστίνα με τα κότερα, άρχισα να υποψιάζομαι ότι μάλλον δεν είχα δει τίποτα ακόμα. Κι είχα....
απόλυτο δίκιο.

Για να συνέλθω κλείστηκα επί δύο μήνες στην απομόνωση του διαμερίσματος, με κατεβασμένα πατζούρια, μαραθώνιους MMORPG στο pc και σταθερή ροή των φθηνότερων ντελιβεράδων της περιοχής για να μην πάθω καμιά ζημιά από τις δύο (και παραπάνω) ώρες βάρη που σήκωνα κάθε μέρα. Και προς το τέλος Σεπτεμβρίου, όταν χαλάρωσαν οι ζέστες, αποφάσισα να αναπνεύσω λίγο φρέσκο αέρα πριν αρχίσουν να καίνε τα τζάκια και ντουμανιάσει ο τόπος. Άνοιξα τα πατζούρια, ξύρισα τα μαλλιά και μούσια μου και τα απογεύματα έβγαινα στον έξω κόσμο, αυστηρά μετά τη δύση. Συνήθως κυκλοφορούσα με το ποδήλατο αλλά εκείνο το βράδυ είπα να περπατήσω, ο μαλάκας.

Δεν είχα σκοπό να φτάσω μέχρι τα Πετράλωνα και η αλήθεια είναι πως έμαθα ότι έφτασα ως εκεί πολύ αργότερα, όταν προσπαθούσα να καταλάβω πώς και γιατί βρέθηκα στο νοσοκομείο με σπασμένο κεφάλι. Μου το είπε η όμορφη γιατρός της πρωινής βάρδιας, όταν έδειξα ότι είχα ξανασυντονιστεί με τον εγκέφαλό μου. Είχα φοβερή ζαλάδα και το κεφάλι μου βροντούσε από τον πόνο αλλά είχα σταματήσει τους εμετούς και μπορούσα επιτέλους να μιλήσω.

«Δεν θυμάστε πώς χτυπήσατε;»

Όχι, δεν θυμόμουν πώς χτύπησα. Το τελευταίο πράγμα που θυμόμουν ήταν ότι περπατούσα αμέριμνος σε κάποιον άγνωστο δρόμο της Αθήνας που μύριζε παϊδάκια στα κάρβουνα και σκεφτόμουν ότι θα μπορούσα να καθίσω κάπου έξω και να φάω σαν άνθρωπος για αλλαγή. Το επόμενο που θυμόμουν ήταν το ταβάνι του νοσοκομείου να στριφογυρίζει πάνω από το κεφάλι μου.

«Πεινάω, γιατρέ...»

«Σε λίγο θα είναι εδώ και το φαγητό σας...» είπε και μου χαμογέλασε και μου φάνηκε πολύ όμορφη – αλλά δεν το είπα, διότι ξαφνικά κατάλαβα ότι δεν είχα όσφρηση.

«Δεν μυρίζω τίποτα, γιατρέ...»

Το χαμόγελό της άρχισε να χαλάει.

«Αυτό μπορεί να συμβεί σε τέτοιου είδους τραυματισμούς. Στην περιοχή που χτυπήσατε είναι και το οσφρητικό νεύρο. Η απώλεια μπορεί να είναι προσωρινή, μπορεί και να μην είναι. Θα πρέπει να κάνετε υπομονή δυο-τρεις μήνες. Ίσως και παραπάνω...»

Έδειχνε στενοχωρημένη και σκέφτηκα να της πω ότι ένα τρίμηνο συνάχι ήταν το λιγότερο από τα προβλήματά μου αλλά μας διέκοψε ο δίσκος του φαγητού που ήρθε στα χέρια μιας ομορφούλας νοσοκόμου. Χάρτινο κρέας, συνθετικός πουρές, πλαστική ντομάτα κι ένα ροζ ζελεδάκι το οποίο ήταν και το μόνο που τη γλίτωσε. Όλα τα άλλα τα εξαφάνισα με τρεις μπουκιές κι ήταν άοσμα, άγευστα και ελάχιστα.

«Σουβλάκια πώς παραγγέλνουμε;»

Γέλασε, φυσικά. Εγώ δεν γελούσα καθόλου, όμως. Και το κατάλαβε.

«Δεν είναι καλό να επιβαρύνετε το στομάχι σας. Ο τραυματισμός σας δεν είναι επιφανειακός...»

Όπως μου εξήγησε στη συνέχεια, είχα μεταφερθεί στο νοσοκομείο πριν από 36 ώρες, από έναν οδηγό ταξί και τον πελάτη του, που με είδαν να σωριάζομαι ξαφνικά στο πεζοδρόμιο με το κεφάλι προς τα πίσω.

«Στο άσχετο;»

«Δυστυχώς, δεν είδαν αν σας χτύπησε κάτι...»

«Σαν τι θα μπορούσε να με χτυπήσει, δηλαδή;»

«Εκτός από το αιμάτωμα στην πίσω πλευρά του κεφαλιού, έχετε κι ένα τραύμα στο κούτελο. Τίποτα σοβαρό, ένα γερό καρούμπαλο είναι μόνο. Κάτι σας χτύπησε εκεί αλλά δεν το θυμάστε...»

«Έχει σημασία;»

Με κοίταξε παραξενεμένη. «Αν εννοείτε ιατρική σημασία, όχι, δεν έχει...»

«Με έχουν χτυπήσει πολλά και διάφορα αυτή την περίοδο, γιατρέ. Ένα καρούμπαλο παραπάνω δεν κάνει διαφορά...»

Σηκώθηκε από την καρέκλα με προβληματισμένο ύφος. «Πέρασε και ο αδελφός σας. Είπε να τον ειδοποιήσετε αν χρειαστείτε οτιδήποτε...»

Ο πολυάσχολος μαιευτήρ αδελφός μου ήταν το τελευταίο άτομο που σκεφτόμουν όταν χρειαζόμουν οτιδήποτε, εκτός από επείγοντα ιατρικά περιστατικά, τα οποία ποτέ στο παρελθόν δεν αφορούσαν εμένα. Δεδομένου ότι προφανώς είχε κανονίσει το δωμάτιο πρώτης θέσης στο οποίο βρισκόμουν – και το οποίο θα πλήρωνε – συν όσους γιατρούς ήθελα στη διάθεσή μου, δεν είχε κανέναν λόγο να ανησυχεί μήπως και τον ενοχλούσα.

Η γιατρός με χαιρέτησε και έφυγε κι έμεινα να χαζεύω τον απέναντι τοίχο. Δεν έπρεπε να δω τηλεόραση, ούτε να διαβάσω, ούτε να κουνηθώ. Μέχρι την τουαλέτα και με βοήθεια. Έπρεπε να πίνω πολλά υγρά και να τρώω λίγο. Ούτε συζήτηση για τσιγάρο, φυσικά. Κι έπρεπε να περάσουν τουλάχιστον δύο μέρες για να σκεφτούν το εξιτήριο. Πάλι καλά που βλέπονταν οι νοσοκόμες.

Πέρασα την υπόλοιπη μέρα μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, με συνεχή πονοκέφαλο και ζαλάδα αλλά την επομένη ξύπνησα αισθητά καλύτερα και το είπα στην ομορφούλα που μου έφερε τα φάρμακα και άνοιξε τις κουρτίνες.

«Ωραία!» είπε και μου χαμογέλασε. «Να σας ρωτήσω κάτι; Είστε της Χρυσής Αυγής;»

Στην αρχή δεν κατάλαβα τι μου είπε. Ύστερα έβαλα τα γέλια και την είδα να κοκκινίζει. Έφυγε με το βλέμμα κατεβασμένο κι εγώ συνέχισα να γελάω κι όσο γελούσα τόσο περισσότερο πονούσε το κεφάλι μου, μέχρι που ξαφνικά θυμήθηκα ότι την είχα ξανακούσει αυτή την ερώτηση. Λίγο πριν σωριαστώ στο πεζοδρόμιο των Πετραλώνων.

«Είστε της Χρυσής Αυγής;» με ρώτησε μια θείτσα που καθόταν έξω από ένα μίνι-μάρκετ κι επειδή δεν κατάλαβα ούτε τι με ρώτησε, ούτε γιατί με ρώτησε, την αγριοκοίταξα και συνέχισα την πορεία μου προς το πεπρωμένο. 

Χάρηκα που θυμήθηκα κάτι παραπάνω από το μυστηριώδες βράδυ, αν και η ομοιότητα με χρυσαυγίτη ήταν ενοχλητική. Ίσως δεν ήταν καλή ιδέα που ξύρισα το κεφάλι μου – και μπορεί να είχα γλιτώσει και το αιμάτωμα αν είχα τη μαλλούρα. Από την άλλη πλευρά, σιγά μην κυκλοφορώ σαν τον Νεάτερνταλ για να μη με περνάνε οι θείτσες για χρυσαυγίτη. Ήταν καιρός να βρω γυναίκα άλλωστε και οι πολλές τρίχες δεν αρέσουν στα κορίτσια αυτή την εποχή.

Πάνω στην ώρα άνοιξε η πόρτα και μπήκε μια γυναίκα που δεν φορούσε άσπρη ρόμπα. Φορούσε στενό τζην και στενό μπλουζάκι κι είχε ένα σώμα σαν μπουκάλι κόκα-κόλας κι ένα πρόσωπο όλο μάτια, σκούρα και λυπημένα. Την κοίταζα περιμένοντας να την ακούσω να λέει ότι μπήκε σε λάθος δωμάτιο αλλά δεν είπε τίποτα. Έκλεισε την πόρτα και στάθηκε ακίνητη. Στα χέρια της κρατούσε ένα κουτί που θα μπορούσε να έχει γλυκά.

«Τυρόπιτα. Την έφτιαξα το πρωί για σας...»

Η φωνή της ήταν καθαρή, πένθιμη και όχι πολύ σταθερή και ακούστηκε νεότερη από τα τριάντα-λίγο που φαινόταν ότι είναι. Πολύ όμορφη γυναίκα. Φοβερό σώμα. Προφανώς δυστυχισμένη, όμως. Και μάλλον τρελή.

«Μήπως κάνετε κάποιο λάθος;»

«Το λάθος το έκανα...» είπε και ήρθε δίπλα στο κρεβάτι. «Τώρα κάνω το σωστό...»

Ακούμπησε το πακέτο με την τυρόπιτα στο κομοδίνο κι όταν με κοίταξε φαινόταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Ή έτσι νόμισα, τουλάχιστον. Διότι αμέσως μετά έκλεισε τα μάτια της κι όταν τα άνοιξε με ρώτησε αν κλειδώνει η πόρτα του δωματίου.

Σίγουρα τρελή, σκέφτηκα. Πιθανώς και επικίνδυνη.

Δεν περίμενε να απαντήσω. Πήγε μέχρι την πόρτα, την κλείδωσε κι ύστερα ήρθε δίπλα μου κι άρχισε να γδύνεται. Κυριολεκτικά. Άρχισε από το μπλουζάκι και το σουτιέν και μέχρι να φτάσει στα παπούτσια πονούσαν όλα τα κεφάλια μου μαζί. Όταν κατέβηκε από πάνω μου λίγη ώρα αργότερα, ήμουν βέβαιος ότι πέθαινα ευτυχισμένος. Έζησα, όμως. Η αναπνοή μου ξαναγύρισε, το κεφάλι μου δεν έσπασε, η καρδιά μου ξαναβρήκε τον ρυθμό της και η υπεύθυνη για όλα αυτά ντύθηκε και πήγε να ξεκλειδώσει την πόρτα.

«Εγώ σας χτύπησα...» είπε καθώς ξαναγύριζε δίπλα μου. «Σας πέρασα για χρυσαυγίτη και σας χτύπησα με το μπαστούνι του μπέιζμπολ. Θα σας είχα σπάσει το κεφάλι, φαντάζομαι, αλλά ευτυχώς το μετάνιωσα την τελευταία στιγμή. Και κρατήθηκα...»

«Να μιλάμε στον ενικό;» είπα και την είδα να χαμογελάει για πρώτη φορά. Πολύ όμορφη γυναίκα. Και φοβερό σεξ - πρέπει να έχει κάνει χορεύτρια. Τελείως καμένη, όμως.

«Είμαι η Σοφία. Και λυπάμαι πάρα πολύ που σε χτύπησα. Ήταν τρομερή μαλακία...»

«Είμαι ο Βασίλης. Μπαστούνι του μπέιζμπολ;»

«Ναι, δεν ξέρω γιατί...» είπε και άνοιξε το κουτί με την τυρόπιτα. «Θέλεις ένα κομμάτι; Είναι η σπεσιαλιτέ μου...»

Είπα ότι ήθελα όλο το κουτί και μου το έδωσε χαμογελώντας.

«Από τότε που τους βάλανε μέσα, κάθε φορά που έβλεπα χρυσαυγίτη στην τηλεόραση ένιωθα μια ακατανίκητη επιθυμία να του σπάσω το κεφάλι με το μπαστούνι του μπέιζμπολ. Είναι συλλεκτικό...» πρόσθεσε, λες κι έτσι εξηγούνταν όλα.

«Δηλαδή πήρες το συλλεκτικό μπαστούνι και βγήκες στον δρόμο για να σπάσεις το κεφάλι του πρώτου χρυσαυγίτη που θα έβλεπες μπροστά σου;»

Κοίταξε το πάτωμα. «Κάπως έτσι...»

«Και διάλεξες εμένα επειδή έχω ξυρίσει το κεφάλι μου;»

«Κι επειδή έχεις τα μπράτσα. Και φορούσες και μαύρο μπλουζάκι...»

«Θα μπορούσα να σε μηνύσω, το ξέρεις...»

«Το ξέρω...»

Εκείνη τη στιγμή πρόσεξα τη βέρα της.

«Είσαι και παντρεμένη;»

«Είμαι...»

«Κι ο σύζυγος τι λέει για όλα αυτά;»

«Δεν ξέρει τίποτα. Κι ελπίζω να μη μάθει...»

«Από μένα δεν θα μάθει τίποτα, μην ανησυχείς. Υπό έναν όρο...»

Σήκωσε το βλέμμα της από το πάτωμα και με κοίταξε ξαφνιασμένη.

«Θα έρχεσαι κάθε μέρα...»

Δεν είπε τίποτα.

«Και δεν θα φοράς εσώρουχα...»

Ξεροκατάπιε.

«Και η τυρόπιτα υποχρεωτική...».




Γκέλη Βούρβουλη

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια