ΣΤΟΝ ΑΠΟΗΧΟ ΤΩΝ ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ ΤΟΥ ΛΟΝΔΙΝΟΥ ....

Συγκρίσεις και διδάγματα 

του
Προκόπη Παυλόπουλου
Βουλευτή, Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών



Αργά το βράδυ της περασμένης Κυριακής ξεκίνησα –κάπως αδιάφορα στην αρχή, θάλεγα σχεδόν από ιστορικώς και πολιτισμικώς καθιερωμένη συνήθεια- να παρακολουθώ την τηλεοπτική μετάδοση της τελετής λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου.
    I.    Μόνο που από το....
μπαλκόνι της πολυκατοικίας στην –άδεια λόγω δεκαπενταύγουστου και γι’ αυτό ασυνήθιστα «σιωπηλή» -οδό Μιχαλακοπούλου η ματιά μου, παρακάμπτοντας τον τσιμεντένιο όγκο του Hilton, έπεφτε επίμονα στον ιερό βράχο της Ακρόπολης.  Μέσα στην αυγουστιάτικη νύχτα, που τη δρόσιζαν οι «αποβροχάρισσες ανάσες» -κατά Γ. Σεφέρη- ενός ανέμελου μαΐστρου, αναδυόταν, σαν μνημειακή Αφροδίτη, στην κορυφή του βράχου ο Παρθενώνας. Ντυμένος με τη χρυσορόδινη εσθήτα του τεχνητού του φωτός, που το έκαναν ακόμη πιο μυστηριακό λίγα σκόρπια σύννεφα-πλάνητες στον αττικό ουρανό, φαινόταν να στέλνει, κάπως ex cathedra, το δικό του μήνυμα – χαιρετισμό στο σύγχρονο Ολυμπιακό Πνεύμα, το οποίο έχει πια  εμφανώς ξεστρατίσει από τον αρχετυπικό προορισμό του.
  II.    Σκεφτόμουν ότι καμιά περιγραφή της ιστορικής μορφής και της ιδέας που εκπροσωπεί διαχρονικώς αυτό το πιο εμβληματικό μνημείο του αρχαίου κόσμου δεν μπορεί να συγκριθεί μ’ εκείνη που μας κληροδότησε ο André Malraux.  Ήταν στις 28 Μαΐου 1959, όταν ο μεγάλος μύστης ιδίως του ευρωπαϊκού πολιτισμού μίλησε, εξ ονόματος της γαλλικής κυβέρνησης, για τη διαχρονική πνευματική ακτινοβολία του Παρθενώνα, με αφορμή την πρώτη φωταγωγία της Ακρόπολης.  Αν ξαναγυρίζω στις σκέψεις εκείνες του Malraux είναι γιατί βρίσκω πως πολλά μπορούν ακόμη να διδάξουν, ιδιαίτερα εμάς τους Έλληνες, όχι μόνο για την αρχέγονη κληρονομιά μας αλλά και για το εθνικό μας χρέος, σήμερα και στα χρόνια που έρχονται.  Και ίσως η σύγκριση των τελετών λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, το 2004 και στο Λονδίνο, το 2012, μπορεί να συμβάλλει στη συναγωγή χρήσιμων  διδαγμάτων προς αυτή την κατεύθυνση.
III.    Δεν προτίθεμαι ν’ αδικήσω τους άγγλους διοργανωτές –άλλωστε δεν διακατέχομαι από καμία μορφή εθνικού σοβινισμού- αλλά η τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου εξελίχθηκε πρωτίστως ως ένα καλοστημένο μεν, πλην όμως καταφανώς «ελαφρό» πανηγύρι.  Στιγμές – στιγμές θύμιζε υπαίθρια συναυλία, με τους ρομαντικούς της –υπό την ευρεία του όρου έννοια- τόνους να παραπέμπουν στο Woodstock.  Κυρίως μάλιστα όταν ακούστηκε το «Imagine», με το πρόσωπο του John Lennon να γεμίζει το χώρο και το χρόνο.  Άλλες στιγμές –ίσως τις περισσότερες- έδινε όμως, έστω και μέσα από μια πανσπερμία αμφίβολης ποιότητας και ευκρίνειας συμβολισμών, το στίγμα για το τι μπορεί να κάνει η Αγγλία του σήμερα σχετικά με το αβέβαιο αύριο του κόσμου που μας περιβάλλει.
Α. Πάντως καμία σχέση με το Ολυμπιακό Πνεύμα.  Η Άλτις, πολύ μακριά από το Λονδίνο, απολάμβανε την αρχαία μοναξιά της και την ολύμπια ηρεμία της με βιγλάτορες τις κολώνες του Επικούρειου Απόλλωνα.  Και οι αγριελιές της ηλειακής γης δεν ευδόκησαν να δώσουν στην πραγματικότητα ούτε κλωνάρι για να φτιαχτεί ένας κότινος νικητή. Όσο για την Ολυμπιακή Φλόγα, κάποια στιγμή ως και αυτή απόκαμε και έσβησε, έστω και για λίγο.  Σημείο των καιρών…
Β. Σ’ αυτή την μελαγχολική αποξένωση του αρχαίου ολυμπιακού προτύπου από το σύγχρονο αντίγραφό του πιστεύω πως συνέβαλε καθοριστικά, ιδίως στο Λονδίνο, και η όλη παρουσία του Προέδρου της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής –και διαδόχου του «πρώτου διδάξαντος» Juan Antonio Samaranch - κ. Jacques Rogge. Δυστυχώς περισσότερο παρά ποτέ εμφανίσθηκε όχι ως θεματοφύλακας του ολυμπιακού ιδεώδους αλλά ως – καλοφτιαγμένος είναι η αλήθεια- πλασιέ των Ολυμπιακών Αγώνων. Έφθασε μάλιστα να κάνει «στις όχθες του Τάμεση» κάμποσες –αλλά και προκλητικές- ιστορικές εκπτώσεις, προκειμένου να διατηρήσει τη ζήτηση του «ολυμπιακού του προϊόντος».  Δεν πρέπει βέβαια ν’ αποσιωπήσει κανείς το γεγονός ότι και αν ήθελε ν’ αποφύγει αυτό τον παρακμιακό ολυμπιακό κατήφορο, ο κ. Rogge δεν θα μπορούσε να στηριχθεί πια –το αντίθετο μάλιστα- στο «κύρος» των «Αθανάτων» του. Διότι το διαβρωτικό σαράκι της διαφθοράς έχει προ πολλού εισχωρήσει, πολλαπλασιαζόμενο μάλιστα, και στα ενδότερα της πάλαι ποτέ διαλάμψασας ΔΟΕ.
Γ. Οφείλει όμως κανείς να συγκρατήσει τούτο το θετικό από τις τελετές έναρξης και, κυρίως, λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου:  Οι διοργανωτές τους θέλησαν –ανεξάρτητα από το τελικό αποτέλεσμα- να δείξουν στον κόσμο τι είναι σε θέση να δημιουργήσουν για το μέλλον.  Ακόμη και όταν αναφέρονταν στο παρελθόν τους, αυτή η αναδρομή θύμιζε λιγότερο φόρο τιμής στις καταβολές τους και περισσότερο εφαλτήριο εκτόξευσης των δυνάμεων που διαθέτουν προς το αύριο.  Ιδίως μέσα στη σκοτεινιά της δεινής παγκόσμιας συγκυρίας.
 IV.    Εδώ λοιπόν αξίζει, νομίζω, να γυρίσουμε οκτώ χρόνια πίσω, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, το 2004.  Σ’ εκείνο τον Αύγουστο της εθνικής έξαρσης, όταν όλα έδειχναν πως μόλις η Ολυμπιακή Φλόγα θα έσβηνε τη θέση της θα έπαιρνε ένας πυρσός ελπίδας, με τη φωτιά του να θερμαίνει στο διηνεκές τις αστείρευτες –διαχρονική η διαπίστωση- δυνάμεις του Ελληνισμού.  Όμως τίποτε απ’ αυτά δεν συνέβη.  Και τα κουφάρια των περισσότερων ολυμπιακών έργων χρησιμεύουν σήμερα, δυστυχώς, για να χαράζουν στη διαδρομή του χρόνου τα σημάδια της παρακμής.
Α. Για να είμαστε ιστορικώς δίκαιοι, οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας διεξήχθησαν με ασυγκρίτως μεγαλύτερη αρτιότητα -και από πλευράς οργάνωσης και από πλευράς συμβολισμού- σε σχέση με τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου.  Ιδίως δε σ’ επίπεδο συμβόλων και ιδεωδών, ποτέ άλλοτε στην ιστορία τους οι Ολυμπιακοί Αγώνες, από το 1896 ως τις μέρες μας, δεν γύρισαν πραγματικά στην αρχέγονη κοιτίδα τους, κυριολεκτικώς και μεταφορικώς, όσο στην Αθήνα το 2004.
Β. Όμως οι τελετές έναρξης και λήξης εκείνων των Ολυμπιακών Αγώνων προοιωνίζονταν υπαινικτικά το αδιέξοδο ως προς το αύριο:  Ήταν ένας άψογος ύμνος, το μέλος του οποίου ταίριαζε όμως σε μιαν ωδή αφιερωμένη κυρίως στο παρελθόν.  Σαν «μεθυσμένοι από αιωνιότητα», για να θυμηθούμε μιαν άλλη φράση του Malraux στην ίδια ομιλία του, ζήσαμε την αποθέωση της ένδοξης διαδρομής χιλιετιών.  Δικαιώσαμε τον Arnold Toynbee, όταν ανέλυε τι σηματοδοτούν «Οι Έλληνες και οι κληρονομιές τους» (εκδ. «Μ. Καρδαμίτσα», 1992).  Όπως επίσης δικαιώσαμε και τον T.E. Lawrence, αφού «Οι επτά στύλοι της σοφίας» (εκδ. «Εστία», 1991) πιστοποίησαν πολλά από τ’ ανατολίτικα χαρακτηριστικά μας.  Άλλωστε και ο Malraux στην Ανατολή αναφερόταν όταν, στην προαναφερόμενη φράση του, μιλούσε γι’ αυτούς που «μεθούν από αιωνιότητα».
Τώρα που η Ελλάδα –φυσικά όχι μόνη αλλά όντας στις μέρες μας, ιδίως αυτή, στο «μάτι του κυκλώνα»- δίνει μάχη εθνικής επιβίωσης στο τρικυμισμένο πέλαγος της παγκόσμιας κρίσης μπορούμε, άραγε, να βρούμε υπήνεμο αραξοβόλι προβάλλοντος στον κυνικό κόσμο ο οποίος μας περιβάλλει –ακόμη και στην «δική μας» Ευρώπη- μόνο τη βαριά κληρονομιά των προγόνων μας;  Αντί γι’ άλλη απάντηση στο ερώτημα αυτό ας θυμηθούμε την κραυγή αγωνίας του Malraux στην προμνημονευόμενη ομιλία του για τη φωταγωγία της Ακρόπολης: «Παλαιά έθνη του πνεύματος, το ζήτημα δεν είναι να βρούμε καταφύγιο στο παρελθόν μας, αλλά να εφεύρουμε το μέλλον που το παρελθόν απαιτεί από εμάς».  Με άλλες λέξεις αν εμείς οι Έλληνες οφείλουμε, ιδίως τούτες τις εξαιρετικά κρίσιμες ώρες, ν’ αντλήσουμε ένα χρήσιμο δίδαγμα από τις ολυμπιακές τελετές της Αθήνας και του Λονδίνου, το καλλίτερο θα ήταν ν’ αντιληφθούμε ότι το εθνικό διακύβευμα του αύριο μπορούμε να το διασφαλίσουμε ως οδοιπόροι στο ανηφορικό και δύσβατο μονοπάτι της μελλοντικής δημιουργίας. Και όχι ως μοιρολάτρες κληρονόμοι και αχθοφόροι ενός ιστορικώς βαρύτιμου παρελθόντος.  Το χώμα του προγονικού μας κληροδοτήματος δεν αρκεί, από μόνο του, για να στηρίζει διαρκώς το δέντρο του Έθνους.  Έχει οπωσδήποτε ανάγκη και από το λίπασμα της δικής μας γονιμοποιητικής συμβολής. 



«ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» της Κυριακής 19/8/2012

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια