ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΟΝ… ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΑΝΟΜΙΑΣ


 ....Γιατί και πως παρακμάζει το κράτος δικαίου 
του
Προκόπη Παυλόπουλου
Βουλευτή, Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών
Με την καταλυτική αρνητική συμβολή της δεινής οικονομικής κρίσης –αιτία ή άλλοθι, ο χρόνος θα δείξει- το κράτος δικαίου στην Ελλάδα ακολούθησε, ιδίως την τελευταία τριετία, μια διαρκώς επιταχυνόμενη παρακμιακή πορεία.  Μια πορεία....
που χαρακτηρίζεται από την περιθωριοποίηση της έννομης τάξης ως μέσου επίτευξης της δικαϊκής ειρήνης στο πλαίσιο της ελληνικής κοινωνίας.  Τις δύο πιο αντιπροσωπευτικές -και προδήλως συμπληρωματικές μεταξύ τους- εκδηλώσεις αυτής της ιδιότυπης «α-νομίας» συνθέτουν από τη μια πλευρά η τάση των κρατικών οργάνων, και πρωτίστως εκείνων της εκτελεστικής εξουσίας, να περιφρονούν την αρχή της νομιμότητας.  Και, από την άλλη πλευρά, ο δραματικός πολλαπλασιασμός θυλάκων αντίστασης των πολιτών έναντι του νόμου –υπό την ευρεία του όρου έννοια- κυρίως με τη μορφή συμμετοχής τους στην κρατική διαφθορά και ανάπτυξης συμπεριφορών εντεινόμενης φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής.

          Για ν’ αντιμετωπισθεί αυτή η παρακμιακή πορεία του κράτους δικαίου απαιτείται, όπως είναι φανερό, ν’ αναδειχθούν τα αίτια που την προκαλούν.  Και κατά τη γνώμη μου πρωταρχικό αίτιο είναι το γεγονός πως η ανομία της πολιτικής κοινωνίας είναι εκείνη, η οποία πυροδοτεί την έκνομη συμπεριφορά της κοινωνίας των πολιτών.  Συγκεκριμένα:

I.    Όπως έχει παγιωθεί στη θεωρία και τη νομολογία –ιδίως του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου και του Συμβουλίου της Επικρατείας, που έχουν ποικιλοτρόπως επηρεασθεί από την πρωτοποριακή στον τομέα αυτόν νομολογία του γερμανικού Συνταγματικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου- τις βασικές θεσμικές αντηρίδες του κράτους δικαίου συνιστούν:
Α. Πρώτον, η τήρηση της αρχής της νομιμότητας εκ μέρους των κρατικών οργάνων.  Δηλαδή η υποχρέωσή τους ν’ αναπτύσσουν τη δράση τους πάντοτε σύμφωνα με τους κανόνες δικαίου που τη διέπουν, κατά την ιεραρχία η οποία προσδιορίζει τη δομή της έννομης τάξης.  Ειδικώς ως προς την εκτελεστική εξουσία, η αρχή της νομιμότητας συνεπάγεται και την αρχή της χρηστής διοίκησης. Κατά την οποία τα διοικητικά όργανα οφείλουν ν’ ασκούν τις αρμοδιότητές τους και σύμφωνα με το κοινό περί δικαίου αίσθημα, προκειμένου η δραστηριότητά τους να προσαρμόζεται στις εκάστοτε διαμορφούμενες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες.
Β. Δεύτερον -και κατά νομικώς λογική ακολουθία- η εμπέδωση της ασφάλειας δικαίου.  Η οποία επιβάλλει τη διασφάλιση των προθέσεων που εγγυώνται ότι ο μέσος πολίτης είναι σε θέση να γνωρίζει ποια συμπεριφορά οφείλει ν’ ακολουθήσει για να τηρήσει τις απευθυνόμενες σ’ αυτόν επιταγές της έννομης τάξης. Η προαναφερόμενη θεσμική φυσιογνωμία της αρχής της ασφάλειας δικαίου προϋποθέτει, περαιτέρω:
1.    Την αρχή της προστασίας της εμπιστοσύνης του πολίτη προς το κράτος και τους κανόνες δικαίου που αυτό θεσπίζει.  Με απλές λέξεις, αφού ο πολίτης πρέπει να σέβεται την έννομη τάξη που διαμορφώνει το κράτος, το τελευταίο έχει υποχρέωση να προστατεύει την εμπιστοσύνη του πολίτη ως προς την υπό όρους αναλογικής ισότητας επάρκεια και αποτελεσματικότητα της έννομης τάξης.
2.    Την αρχή της παροχής προς τον πολίτη της κατάλληλης δικαστικής προστασίας, οριστικής αλλά και προσωρινής.  Έτσι ώστε  ο πολίτης να αισθάνεται ότι διαθέτει τ’ απαιτούμενα μέσα –ιδίως δε δια της δικαστικής οδού- προκειμένου ν’ αντιμετωπίσει, όταν και όπου τούτο απαιτείται, την κρατική αυθαιρεσία.  Ας θυμηθούμε εδώ το ιστορικό νόημα της ρήσης  του μυλωνά του Πότσδαμ, όταν αποφαινόταν με σιγουριά ότι «υπάρχουν δικαστές στο Βερολίνο».
II.    Να όμως που τα τελευταία χρόνια, όπως τονίσθηκε, οι θεσμικές αυτές αντηρίδες του κράτους δικαίου έχουν σχεδόν καταρρεύσει τον Τόπο μας. Μαζί τους καταρρέει και κάθε έννοια ασφάλειας δικαίου αλλά και προστασίας της εμπιστοσύνης της πολίτη.  Τα τεκμήρια είναι, δυστυχώς, πολλά και απτά:
Α. Τα κρατικά όργανα, συχνά με πρόσχημα την ανάγκη αντιμετώπισης της τραγικής οικονομικής συγκυρίας, παραβιάζουν απροκαλύπτως και καθ’ υποτροπήν την αρχή της νομιμότητας.  Έτσι π.χ. ο νομοθέτης ολοένα και περισσότερο αγνοεί το Σύνταγμα, με συνηθέστερο θύμα τις διατάξεις του εκείνες που αφορούν τα δικαιώματα του ανθρώπου και το κοινωνικό κράτος. Ενώ η εκτελεστική εξουσία ελίσσεται εντέχνως στο κανονιστικό ημίφως μιας, δήθεν «θεμιτής», παρανομίας, επικαλούμενη τις απαιτήσεις «του δημόσιου συμφέροντος».  Και κάπως έτσι η πάλαι ποτέ «χρηστή διοίκηση» έρχεται ευθέως αντιμέτωπη με το κοινό περί δικαίου αίσθημα.
Β.  Η ασφάλεια δικαίου ακρωτηριάζεται πάνω στην προκρούστεια κλίνη που έχουν στήσει:
1.    Η πολυνομία και η κακονομία.  Δηλαδή αφενός η ταχύτατη μετάλλαξη  των κανόνων δικαίου τους οποίους, υποτίθεται, οφείλει να γνωρίζει και να τηρεί ο πολίτης.  Και, αφετέρου, η ύπαρξη αντιφατικών διατάξεων, ακόμη και μέσα στο ίδιο νομοθετικό κείμενο, οι οποίες οδηγούν σε μια πιραντελικής έμπνευσης «ερμηνεία» του νόμου, κατά το «απόψε αυτοσχεδιάζουμε» ή «έτσι είναι αν έτσι νομίζετε».  Μέσα σ’ αυτό όμως το θεσμικό σκηνικό ο πολίτης δεν μπορεί να γνωρίζει τις επιταγές του κανόνα δικαίου.  Συνεπώς, πολλές φορές τον παραβιάζει ασυνειδήτως. Κάτι που υπονομεύει εξ ορισμού την κανονιστική εμβέλεια της έννομης τάξης.
2.    Η προκλητικώς προνομιακή, σε βάρος των πολιτών, μεταχείριση του κράτους από το νομοθέτη.  Μια μεταχείριση που θέτει στη διάθεση του κράτους, πέρα από το «υπερόπλο» του θεμιτού καταναγκασμού, μέσα –σαφώς αντισυνταγματικά, ως ευθέως αντίθετα προς την αρχή της αναλογικής ισότητας- αδικαιολόγητης υπεροχής του έναντι του πολίτη σε κρίσιμους τομείς της κοινωνικής και οικονομικής ζωής.  Για παράδειγμα:
α) Η διαφοροποίηση του χρόνου παραγραφής των εκατέρωθεν απαιτήσεων αναδεικνύει τ’ ασφυκτικά περιθώρια του πολίτη, όταν πρόκειται να διεκδικήσει κάτι από το κράτος. Και την «άνεση» του τελευταίου να παίζει, ως προς τις δικές του απαιτήσεις, απέναντι στον πολίτη το παιγνίδι «της γάτας με το ποντίκι».  Αυτό το, εντελώς αναντίστοιχο με το σύγχρονο κράτος δικαίου, σύμπτωμα επιτείνει μια άλλη εξόφθαλμη διαφοροποίηση υπέρ του κράτους:  Εκείνη του ύψους των τόκων υπερημερίας, η οποία του επιτρέπει να συμπεριφέρεται ως «νόμιμος» τοκογλύφος σε βάρος του πολίτη.
β) Η αδυναμία του πολίτη ν’ ασκήσει, έναντι του κράτους, κατά τρόπο ολοκληρωμένο την ένσταση συμψηφισμού ως προς τις εκατέρωθεν απαιτήσεις –κυρίως στο πεδίο των φορολογικών βαρών- παραπέμπει πια σε πρότυπα «Λεβιάθαν»: Το κράτος, αφού ούτως ή άλλως έχει στα χέρια του τα μέσα της αναγκαστικής εκτέλεσης για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του, εντείνει τη «δεσποτική» συμπεριφορά του, αρνούμενο αυθαιρέτως να εκπληρώσει τις οικονομικές του υποχρεώσεις έναντι του πολίτη.  Ο οποίος, μη έχοντας στη διάθεσή του τα κατάλληλα μέσα αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του δημοσίου και αφού δεν μπορεί να του αντιτάξει πλήρως την ένσταση συμψηφισμού ως προς τις απαιτήσεις του -κορυφαίο παράδειγμα δίνει η νομοθεσία περί καταβολής του ΦΠΑ-  περιέρχεται στο ρόλο θεατή μιας παράστασης όπου το κράτος, ντυμένο με τη «χλαμύδα» του μεγαλύτερου «μπαταχτσή» -οι οφειλές του προς τους ιδιώτες υπερβαίνουν τα 7 δισ. ευρώ-  παίζει, καταλλήλως «διασκευασμένο», το έργο του Ντάριο Φο «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω»!
3.    Τα μεγάλα εμπόδια ως προς την παροχή δικαστικής προστασίας έναντι του παρανομούντος κράτους.  Πραγματικά, η μεν προσωρινή δικαστική προστασία καθίσταται πια –και μάλιστα δια νόμου- ολοένα και πιο δυσχερής. Ενώ η οριστική χάνεται στις ατραπούς πολύμηνων ή και μακροχρόνιων καθυστερήσεων, οι οποίες οδηγούν σχεδόν στα όρια της αρνησιδικίας.

          Καταλήγω, συμπεραίνοντας: Ο «πρώτος διδάξας» τη νοοτροπία          α-νομίας, που ροκανίζει επικίνδυνα τα θεμέλια του κράτους δικαίου στη Χώρα μας, είναι αναμφισβήτητα το κράτος.  Ο κατήφορος άρχισε ιδίως κατά τη δεκαετία του ’80, μέσα από τη «λογική» του «όλα επιτρέπονται», την οποία κάποιοι από τους τότε πρωταγωνιστές της επιχειρούν σήμερα να συγκαλύψουν με την -κοινωνικώς άκρως επικίνδυνη- «λεοντή» του «τα φάγαμε όλοι μαζί»!  Το κλίμα της α-νομίας διαιώνισε τα τρία τελευταία χρόνια η προσχηματική επίκληση από το κράτος «των ιδιαιτεροτήτων της οικονομικής κρίσης».  Όσο όμως συνεχίζεται ανεμπόδιστη η έκνομη συμπεριφορά του, η α-νομία εκ μέρους της κοινωνίας των πολιτών όχι μόνο δεν θα μειώνεται αλλά, όλως αντιθέτως, θα παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις.  Και τούτο διότι, όπως είναι αναμενόμενο, ο πολίτης, έχοντας χάσει μέσα στη δίνη της οικονομικής κρίσης κάθε αίσθημα ασφάλειας δικαίου και εμπιστοσύνης στους θεσμούς, θα προβάλλει τη δική του έκνομη συμπεριφορά ως μέσο νόμιμης άμυνας κατά της κρατικής αυθαιρεσίας.  Και τότε θα συμβεί κάτι ακόμη πιο επικίνδυνο για την υπόσταση του κράτους δικαίου:  Ο πολίτης θα εθισθεί στο να νομιμοποιεί ενσυνειδήτως την α-νομία και όχι πια να ντρέπεται γι’ αυτήν. 



(Στην εφημερίδα Real News της 19/8/2012)

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια