ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΞΙΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗ


του
Προκόπη Παυλόπουλου
Βουλευτή, Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών

            Οι διατάξεις των άρθρων 6-10 και 28 του ψηφισθέντος σχεδίου νόμου «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο-βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015» επιφέρουν πραγματική ισοπέδωση της ιεραρχίας και της αξιοκρατίας στη....
δημόσια διοίκηση, αντίστοιχη μ’ εκείνη που επήλθε με την «αλήστου μνήμης» νομοθεσία «Κουτσόγιωργα», το 1982.  Ειδικότερα:
I.        Το σχέδιο νόμου προβλέπει «νέο» σύστημα αξιολόγησης των υπαλλήλων, που θα θεσμοθετηθεί, σε απροσδιόριστο μέλλον, με προεδρικό διάταγμα.  Αυτό θα στηρίζεται, μεταξύ άλλων, σε σύστημα στοχοθεσίας,  μέσω του οποίου θ’ αξιολογείται τόσο η απόδοση των υπαλλήλων όσο και των αντίστοιχων υπηρεσιακών μονάδων, βάσει του ρυθμού και του βαθμού επίτευξης των στόχων.  Όμως σύστημα στοχοθεσίας, σύμφωνα με το οποίο αξιολογείται η απόδοση του υπαλλήλου, δεν  υφίσταται. Και απορεί, συνεπώς, οιοσδήποτε πώς το σύστημα αξιολόγησης των υπαλλήλων θα στηριχθεί σ’ ένα σύστημα στοχοθεσίας, το οποίο δεν υπάρχει.  Τούτο συμπαρασύρει τόσο το σύστημα βαθμολογικής εξέλιξης των υπαλλήλων όσο και το σύστημα επιλογής προϊσταμένων, όπου η επίτευξη των στόχων, και μάλιστα σε υψηλά ποσοστά, αποτελεί προϋπόθεση.  Άρα ούτε το σύστημα βαθμολογικής εξέλιξης ούτε το σύστημα επιλογής προϊσταμένων μπορούν να ενεργοποιηθούν.  Οι αρμόδιοι Υπουργοί έχουν πλήρη επίγνωση αυτής της πραγματικότητας.  Απλώς στο πλαίσιο της στοχοποίησης των δημόσιων υπαλλήλων, που από  καιρό «επιμελώς» οργανώνει η Κυβέρνηση, σπεύδουν να εισαγάγουν ατελείς ρυθμίσεις οι οποίες «ανταποκρίνονται», υποτίθεται, στη δυσμενή αντίληψη για τους δημόσιους υπαλλήλους που επιχειρεί να περάσουν στην κοινωνία, γνωρίζοντας όμως ότι δεν πρόκειται να εφαρμοσθούν.  Είναι γνωστή η πασοκική νοοτροπία προσφυγής, ιδίως σε δύσκολες στιγμές, στις αποτρόπαιες και πολιτικώς ανήθικες μεθόδους του «κοινωνικού αυτοματισμού».  Αυτό, άλλωστε, προκύπτει και από τις μεταβατικές διατάξεις (άρθρο 28 παρ. 6-7), όπου ορίζεται ότι έως ότου εισαχθεί το νέο σύστημα αξιολόγησης μέσω στοχοθεσίας, η αξιολόγηση των υπαλλήλων, οι προαγωγές και οι επιλογές προϊσταμένων θα γίνονται σύμφωνα με όσα ισχύουν σήμερα. Δηλαδή καμία χρονική δέσμευση άμεσης εφαρμογής των νέων ρυθμίσεων που, έτσι, παραπέμπεται «μεθοδικώς» στις ελληνικές καλένδες.
II.                Το σύστημα επιλογής προϊσταμένων οδηγεί σ’ απίστευτα παράδοξα.  Π.χ.  Για τη θέση ευθύνης επιπέδου Διεύθυνσης συμπίπτουν προς επιλογήν υπάλληλοι των βαθμών  Α’, Β’ και Γ’.  Αν επιλεγεί υπάλληλος βαθμού Γ’,  του απονέμεται με την τοποθέτησή του ο βαθμός Β’.  Πώς είναι δυνατόν όμως να έχει υπ’ αυτόν υπαλλήλους βαθμού Α’ που δεν επελέγησαν;  Σ’ επίπεδο Τμήματος τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα.  Εκεί συντρέχουν υπάλληλοι των βαθμών Α’, Β’, Γ’ και Δ’.  Αν λοιπόν επιλεγεί υπάλληλος βαθμού Δ’, του απονέμεται, αυτοθρόως με την τοποθέτησή του, ο βαθμός Γ’. Πώς όμως τούτο συμβιβάζεται με την ιεραρχική κλίμακα των βαθμών, όταν θα έχει υπ’ αυτόν υπαλλήλους Α’ και Β’ βαθμού;  Πρόκειται για πραγματικό τραγέλαφο,  που θα οδηγήσει σε πλήρη ρήξη της  όποιας εσωτερικής συνοχής έχει απομείνει στη δημόσια διοίκηση. Το σύστημα αυτό προκαλεί έτσι ουσιαστική αποδυνάμωση και του περιβόητου «νόμου Ραγκούση» ως προς τους προϊσταμένους οργανικών μονάδων. Πέραν τούτου ως την εφαρμογή του –που είναι ανέφικτη- διαιωνίζεται το σημερινό προσωρινό καθεστώς και παραμένουν οι νυν επικεφαλής, όπως ήδη εκτέθηκε.
III.             Η κατάταξη του υπηρετούντος προσωπικού στους νέους βαθμούς δεν γίνεται με βάση τον χρόνο εξέλιξης από βαθμό σε βαθμό που προβλέπεται  στο σχέδιο νόμου, αλλά με βάση αυξημένο χρόνο που αυθαιρέτως καθορίζει μεταβατικώς, ώστε κανένας υπάλληλος να μην κατατάσσεται στον καταληκτικό βαθμό Α’, μ’ εξαίρεση τους σήμερα υπηρετούντες γενικούς διευθυντές.  Έτσι όλοι οι υπάλληλοι που έχουν συνολική υπηρεσία πάνω από 23 χρόνια κατατάσσονται στο βαθμό Β’.  Άρα ευνοούνται, και πάλιν, οι ήδη υπηρετούντες.  Επιπλέον, δεν αναγνωρίζεται πλεονάζων χρόνος στο βαθμό κατάταξης για προαγωγή στον επόμενο βαθμό.  Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι ο υπάλληλος, σε όποιον βαθμό και αν κατατάσσεται, έχει μηδενικό χρόνο υπηρεσίας στο βαθμό του. Και προκειμένου να προαχθεί στον επόμενο βαθμό πρέπει να διανύσει, εκ νέου, όλο τον προβλεπόμενο χρόνο προαγωγής!  Παράδειγμα: Υπάλληλος κατηγορίας ΠΕ με 31 χρόνια υπηρεσίας κατατάσσεται στο βαθμό Β’.  Ο συνολικός  χρόνος που χρειάζεται, βάσει του σχεδίου νόμου, για να προαχθεί στο βαθμό Β’ στον οποίο κατατάσσεται, είναι 14 χρόνια.  Συνεπώς στο βαθμό κατάταξης Β’ του πλεονάζουν 17 χρόνια.  Αυτά τα 17 χρόνια το σχέδιο νόμου τα διαγράφει παντελώς για την προαγωγή στον επόμενο βαθμό Α’.  Και προκειμένου να προαχθεί στον βαθμό Α’ θα πρέπει να παραμείνει 4 ακόμη χρόνια στο βαθμό Β’ της κατάταξής του!   Δηλαδή τον βαθμό Α’, για την απόκτηση του οποίου, βάσει του χρόνου εξέλιξης που το ίδιο το σχέδιο νόμου προβλέπει, απαιτούνται 18 χρόνια, ο υπάλληλος του παραδείγματός μας θα τον αποκτήσει, αν είναι « τυχερός» -λόγω και της ποσόστωσης που επιβάλλεται- κατά την έξοδό του από την υπηρεσία.  Το πιθανότερο, όμως, ακριβώς λόγω της ποσόστωσης, είναι ότι δεν θα τον αποκτήσει ποτέ!
Ο στόχος του σχεδίου νόμου είναι προφανής :  Καθυστέρηση,  όσο  γίνεται μεγαλύτερη, στην βαθμολογική εξέλιξη των υπαλλήλων λόγω της σύνδεσης του βαθμού με τον μισθό, ώστε να συντηρηθεί το μισθολογικό κόστος σε χαμηλά επίπεδα και εύνοια στους σήμερα υπηρετούντες προϊσταμένους οργανικών μονάδων.  Πρόκειται για πραγματική, κομματικής επινόησης, καρατόμηση της καριέρας των υπαλλήλων, που συνεπιφέρει και τη μισθολογική τους εξαθλίωση.  

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια