ΤΟ ΛΥΚΟΦΩΣ ΤΩΝ ΗΓΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ «ΑΓΑΝΑΚΤΙΣΜΕΝΩΝ» ΠΟΙΟΙ ΚΑΙ ΠΩΣ ΥΠΟΚΙΝΟΥΝ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΟΥΣ

του
Προκόπη Παυλόπουλου
Βουλευτή, Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών


          Κυρίως από την εποχή της δημιουργίας της ευρωζώνης και του ευρώ, πρωτίστως όμως από τότε που άρχισε να σοβεί η δεινή παγκόσμια οικονομική κρίση, είμαστε θεατές και μάρτυρες ενός ιδιαιτέρως ανησυχητικού, ακόμη και από πλευράς ποιότητας της σύγχρονης δημοκρατίας, φαινομένου που βρίσκεται σ’ εξέλιξη: Σε παγκόσμιο επίπεδο, ιδίως όμως στο....
πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάθε έννοια «ηγεσίας» -με την παραδοσιακή του όρου έννοια, η οποία εδράζεται στη δημοκρατική της νομιμοποίηση- εξωθείται στην αμφισβήτησή της και, τελικώς, στην αποδυνάμωσή της.
          Επωδός και εύκολη, τουλάχιστον επικοινωνιακώς, μεθόδευση η απόλυτη γενίκευση, με τη χρήση βεβαίως κατάλληλων διαύλων παραμόρφωσης.  Ένα πραγματικά ισοπεδωτικό καλειδοσκόπιο παραπληροφόρησης επιχειρεί να διαμορφώσει στην κοινή γνώμη την άποψη: Όλες οι ηγεσίες είναι ίδιες!  Αφενός ανίκανες -ως «μοιραίες και άβουλες» για να θυμηθούμε τον Κ. Βάρναλη- ν’ αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, η οποία προκαλεί σταδιακή ρήξη του κοινωνικού ιστού.  Και, αφετέρου, εν πολλοίς διεφθαρμένες, γεγονός που τις παραδίδει βορά στην, ευεπίφορη prima facie, διάθεση ή και οργή εκείνων των κοινωνικών ομάδων που συνθλίβονται από την κρίση και οδηγούνται στην οικονομική εξαθλίωση.
          Γιατί, άραγε, και ποιοί κινούν τα νήματα προς αυτή την παρακμιακή πορεία των ηγεσιών, πέρα και έξω από τις ευθύνες που πραγματικά τους αναλογούν;  Και με ποιόν απώτερο στόχο, τώρα μάλιστα που αναδύεται το κίνημα των «Αγανακτισμένων»;

I.                   Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή τους:  Κατά κοινή πεποίθηση και ομολογία ζούμε στο επίκεντρο του συστήματος της γενικότερης παγκοσμιοποίησης.  Αυτό όμως που οι υπέρμαχοί της θεωρούσαν ως βασικό της πλεονέκτημα εξελίσσεται σε εφιάλτη, υπό τα «καυδιανά δίκρανα» της πρωτοφανούς χρηματοοικονομικής κρίσης.  Μιας κρίσης την οποία στοιχειώνουν οι βρυχηθμοί του τέρατος του επαχθέστατου, πλέον, δανεισμού, το οποίο εξέθρεψε –με αφροσύνη ή δολιότητα ο καιρός θα δείξει- ο μύθος του φθηνού χρήματος και της συνακόλουθης καλλιέργειας της νοοτροπίας του υπερκαταναλωτισμού.
Α. Η αβεβαιότητα που δημιουργείται στο κοινωνικό σύνολο από τις συνέπειες της κρίσης αποτελεί τον βατήρα, πάνω στον οποίο πατούν εκείνοι που προωθούν την ιδέα για μια παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση.  Δηλαδή μια διακυβέρνηση όπου οι καίριας σημασίας οικονομικές αποφάσεις λαμβάνονται από ένα επιφανειακώς πολυκλαδικό, πλην όμως σε γενικές γραμμές ενιαίο, κέντρο αποφάσεων, κατά την κοσμοθεωρία της νεοφιλελεύθερης Σχολής του Σικάγο που έχει, δυστυχώς, κυριαρχήσει στις μέρες μας.  Ας ελπίσουμε προσωρινά.  Είναι ακριβώς αυτή η μορφή της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης, η οποία προσπαθεί να συνθέσει τον πυρήνα του κοινωνικοοικονομικού «Zeitgeist»,  του «πνεύματος της εποχής μας», κατά την προφητική ρήση του José Ortega y Gasset.
Β. Ως βασικά χαρακτηριστικά της επιδιωκόμενης παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης, με κινητήριους μοχλούς οργανισμούς τύπου ΔΝΤ και τραπεζικούς κολοσσούς, οι οποίοι υπερβαίνουν κατά πολύ τα εθνικά σύνορα, προκύπτουν με την πάροδο του χρόνου τα ακόλουθα:
1.     Η παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση είναι απρόσωπη.  Καθίσταται, σχεδόν, αδύνατο να εντοπίσει κανείς, όσο εξελιγμένες επιστημονικές μεθόδους και αν χρησιμοποιήσει, το πραγματικό κέντρο λήψης των αποφάσεων που εκπορεύονται απ’ αυτήν.  Η απρόσωπη διάστασή της παραπέμπει σ’ ένα χρηματοοικονομικό «Stealth», οιονεί αόρατο στα εθνικά κοινωνικά και πολιτικά κέντρα ανίχνευσης, τα οποία αμύνονται «intra muros».  Αυτή η απρόσωπη και, συνακόλουθα, υδραργυρική διάσταση της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης οφείλεται, νομίζω ισομερώς, στους εξής δύο παράγοντες της πρωτεϊκής συμπεριφοράς της:
α. Πρώτον, στο λαβύρινθο της πολυμετοχικής υπόστασης των πυλώνων της, δηλαδή των γιγαντιαίων χρηματοοικονομικών οντοτήτων που αποτελούν τις οικονομικές αντηρίδες στήριξής της.  Με απλά λόγια κάθε εγχείρημα αναγνώρισης της ταυτότητάς τους χάνεται στο, σχεδόν άπειρο, της μετοχικής τους διασποράς, όπως αυτή επιτυγχάνεται με τις σύγχρονες μεθόδους οργάνωσης της κεφαλαιακής τους σύνθεσης.
β. Δεύτερον, στον κυκεώνα της τεχνοκρατικής διάχυσης, πάνω στην οποία βασίζεται.  Και τούτο διότι οι χρηματοοικονομικές οντότητες που καθορίζουν την ουσία της στηρίζονται, σχεδόν αποκλειστικώς, σε εναλλασσόμενους, από πλευράς θητείας, τεχνοκράτες.  Τεχνοκράτες γνωστούς στους «μυημένους» -π.χ. τρόφιμους της Wall Street- πλην όμως αγνώστους στο ευρύ κοινό, για ευνόητους λόγους.
2.     Η παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση είναι υπερεθνική, ως διεθνική.  Ήτοι ως οικονομική οργάνωση που δεν μπορεί να επιβιώσει εντός συνόρων αλλά, αντιθέτως, μόνο με όρους υπέρβασης ή και κατάλυσης των εθνικών συνόρων.  Κατά τούτο μια τέτοια διακυβέρνηση εμφανίζεται ως «αντεθνική», με την έννοια της αντίθεσης προς κάθε έννοια «εθνικού», το οποίο, από τη φύση του και τον προορισμό του, υπεραμύνεται της λαϊκής κυριαρχίας και των επιμέρους ιδιαιτεροτήτων των Λαών και των κοινωνιών τους.
3.     Η παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση είναι υποδόρια, ως προς τα μέσα επιβίωσης που μετέρχεται.  Προκάλεσε, όπως ήδη σημείωσα, την υπερχρέωση κρατών και, συνακόλουθα, μεγάλων ομάδων των επιμέρους κοινωνικών συνόλων, με τη μέθοδο του –προσκαίρως βέβαια- φθηνού χρήματος και την επίμονη καλλιέργεια της νοοτροπίας του υπερκαταναλωτισμού.  Το μονοπάτι που χρησιμοποίησε ήταν ο «καλός αγωγός» του υποσυνείδητου του καταναλωτή, με όργανα εκτέλεσης του όλου εγχειρήματος μεγάλης εμβέλειας ΜΜΕ -σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο- και, φυσικά, τμήμα του διαδικτύου, που προσέφεραν προθύμως τις επικοινωνιακές-προπαγανδιστικές υπηρεσίες τους.  Κυρίως μέσα από τη διαφήμιση, πραγματικό θεμέλιο οικονομικής επιβίωσής τους αλλά και αιχμαλωσίας τους.
II.                Τα κατά τ’ ανωτέρω χαρακτηριστικά της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης είναι, από τη φύση τους, αντίθετα προς κάθε έννοια «ηγεσίας» σ’ εθνικό επίπεδο.  Και τούτο διότι μια τέτοια ηγεσία συνιστά, εξ ορισμού, εμπόδιο στη στόχευση καθολικής οικονομικής ποδηγέτησης και επικράτησης, πέρα και έξω από εθνικά σύνορα.  Θα προσέθετα μάλιστα ότι τέτοιο εμπόδιο στις επιδιώξεις της συνθέτει ως και η θεσμική ηγεσία σε διεθνές επίπεδο, αφού η ιδιοσυστασία της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης προϋποθέτει, την άρνηση της ηγετικής μοναδικότητας και, κατά συνέπεια, τη διάχυση ως προς τα κέντρα λήψης αποφάσεων.  Έτσι μπορεί, νομίζω, να εξηγηθεί η «φυσική» της αντίθεση   -έως εχθρότητα- προς κάθε μορφή ηγεσίας, ακόμη και στο πλαίσιο της σύγχρονης δημοκρατίας:
Α. Είτε η ηγεσία αυτή εμφανίζεται με τη μορφή της «authority».  Δηλαδή της ηγεσίας που έλκει τη νομιμοποίησή της ιδίως από το κύρος της λαϊκής προέλευσης της και της, συνακόλουθης, κοινωνικής αποδοχής και καταξίωσής της.
Β. Είτε, επίσης, η ηγεσία αυτή εκδηλώνεται ως «leadership».  Δηλαδή ως ηγεσία που γίνεται αποδεκτή, πάντα με δημοκρατικές διαδικασίες, από εκείνους προς τους οποίους απευθύνεται λόγω ορθολογισμού, ήτοι λόγω αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας κατά τη διαχείρισή της.  Άρα ως εγγυητής ικανότητας επίλυσης προβλημάτων και, επέκεινα, διαχειριστής κρίσεων, όπως η σημερινή.
III.             Με βάση την ως άνω σειρά συλλογισμών ας μου επιτραπεί να ξαναγυρίσω στην, εκ καταγωγής, αντιπαλότητα -ή και εχθρότητα- της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης έναντι των κάθε μορφής ηγεσιών.
Α. Η παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση, μέσα από την νεοφιλελεύθερη προέλευσή της, ωθείται, υπό συνθήκες «ορμεμφύτου», προς την αντιπαράθεση έναντι κάθε ηγεσίας που συνιστά εν δυνάμει εμπόδιο στις επιδιώξεις της.  Ιδίως όταν η σημερινή δεινή οικονομική κρίση -που η ίδια προκάλεσε και συντηρεί- αποτελεί θανάσιμο κίνδυνο ως προς τον, φιλισταϊκής νοοτροπίας,  μύθο «ευημερίας» που, «με τόση φρόνηση και τόσο κόπο» κατά Γ. Σεφέρη, καλλιέργησε.
Β. Η παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση, ως «Ersatz» του νεοφιλελευθερισμού –της Σχολής του Σικάγο, που αποτελεί προκλητική στρέβλωση του πραγματικού καπιταλισμού ο οποίος, κατά την διαχρονική θέση τουλάχιστον του Adam Smith, θεμελιώνεται και στην κοινωνική δικαιοσύνη –επιζητεί την εξάλειψη των ηγεσιών και για έναν ακόμη, καίριας όμως σημασίας, λόγο:  Έχοντας, πάντα κατά τις επιδιώξεις της, απαλλαγεί από τις ηγεσίες, στοχεύει στον ψυχισμό του κοινωνικού συνόλου, πιστεύοντας ότι, ακριβώς ελλείψει ηγεσίας, αυτό θα βιώνει, μέσα στην δεινή οικονομική κρίση, το σύνδρομο της προϊούσας ανασφάλειας. Αφού δρομολόγησε, λοιπόν, επιφανειακώς στο πρόσφατο παρελθόν τις προϋποθέσεις διαβίωσής του -υπό όρους υπερκατανάλωσης και, φυσικά, υπερδανεισμού- σ’ ένα συγκεκριμένο επίπεδο, κραδαίνει τώρα τη ρομφαία της φτώχειας και της εξαθλίωσης, εκτός αν τα κοινωνικά σύνολα υποταγούν, άνευ όρων, στα κελεύσματά της!  Με λίγα λόγια «ή η παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση ή το χάος»!  Κι αυτό είναι μια άλλη, ακόμη όμως πιο ζοφερή, εκδοχή του «Δόγματος του Σοκ», που τόσο γλαφυρά περιγράφει στο ομώνυμο βιβλίο της η Naomi Klein.
IV.              Με την ίδια μέθοδο, πιστεύω, θα επιχειρήσει η παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση ν’ αντιμετωπίσει και το διαρκώς εντεινόμενο κίνημα των «Αγανακτισμένων».  Φαινόμενο το οποίο παίρνει συνεχώς διαστάσεις ιδίως στο πλαίσιο εκείνων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που πλήττονται περισσότερο από την κρίση, στη βάση της οποίας βρίσκεται, όπως ήδη τονίσθηκε, η παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση.  Φαινόμενο που, επιπλέον, τείνει να μετατρέψει τα «όνειρά» της σε ψύχωση.
Α. Για να γίνω σαφέστερος, είναι εξαιρετικά πιθανό οι μοχλοί της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης, κατά κύριο λόγο μέσω των προσκείμενων σ’ αυτήν επικοινωνιακών διαύλων, να ενισχύσουν εμμέσως, πάντα με τη μέθοδο της γενικευμένης και ισοπεδωτικής απαξίωσης, την δια των «Αγανακτισμένων» αμφισβήτηση των υφιστάμενων ηγεσιών.  Και την ώρα της τελικής πτώσης των ηγεσιών, κραδαίνοντας τη συνήθη ρομφαία του επικείμενου χάους και καλλιεργώντας το ανάλογο δέος, θα επιχειρήσουν να επιβάλλουν, πάντα με «δημοκρατικό» μανδύα, ηγεσίες πρόθυμες να υπηρετήσουν άνευ όρων το νεοφιλελεύθερο πείραμα, και μάλιστα εμφανιζόμενες ως «από μηχανής θεοί» ή και «επίδοξοι σωτήρες».
Β. Και εδώ φθάνει η ώρα ευθύνης για το φυσικό, όπως τεκμηριώνουν τα πράγματα, πολιτικά αγνό –με την έννοια ιδίως της κομματικής απεξάρτησης- και εν πολλοίς ελπιδοφόρο κίνημα των «Αγανακτισμένων», που αντλεί το δυναμισμό του κυρίως μέσα από τον αυθορμητισμό του.  Για να γεννηθεί από τους κόλπους του δημιουργική και ανανεωτική πολιτική προοπτική πρέπει, πρωτίστως, να μείνει ακηδεμόνευτο. Ιδίως έναντι της ενεδρεύουσας συστημικής διάβρωσης.  Αλλά μόνον αυτό δεν αρκεί.  Πρέπει -και σύντομα- να επιλέξει και τα πολιτικά και ηθικά πρότυπα της ηγεσίας, την οποία εκείνο οραματίζεται.  Και τούτο για να προλάβει ν’ αναδείξει τις ηγεσίες που εκφράζουν το κίνημα αυτό -και τη μεγάλη πλειοψηφία των επιμέρους κοινωνικών συνόλων- πριν η παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση, εκμεταλλευόμενη το κενό, επιβάλλει τις δικές της επιλογές υπό το κράτος του «Σοκ» και του «Δέους».  Γιατί θεωρώ, σεβόμενος το δημοκρατικό μας κεκτημένο, πως δεν είναι δυνατό στις σύγχρονες δημοκρατίες, έστω και στη δίνη μιας πρωτόγνωρης οικονομικής αλλά και πολιτικής κρίσης, να μην υφίστανται –και πολύ περισσότερο να μην μπορούν να προκύψουν- υγιείς και κατάλληλες πολιτικές ηγεσίες ικανές να πάρουν, με σεβασμό της λαϊκής κυριαρχίας, τις τύχες του κοινωνικού συνόλου στους ώμους τους.
            Σε τελική ανάλυση αυτό είναι και το νόημα και το πλεονέκτημά της έναντι όλων εκείνων που επιδιώκουν, με ευτελείς οικονομικούς όρους, την αποδυνάμωσή της και, στο τέλος, την μετάλλαξή της:  Στην δημοκρατία, την πραγματική δημοκρατία, δεν υπάρχουν αδιέξοδα.  Αρκεί εκείνοι που την υπερασπίζονται χωρίς υστεροβουλία να θυμούνται πως λύθηκε, κατά την παράδοση, ο γόρδιος δεσμός.
 στο περιοδικό «ΕΠΙΚΑΙΡΑ»

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια