Ο ταλαντούχος κ. Λοβέρδος και η εξίσωση που τον «ξεγυμνώνει»


Με μια απλή εξίσωση εξανεμίζονται τα κροκοδείλια δάκρυα του Ανδρέα Λοβέρδου ότι θα πληρώσει τις φαρμακοβιομηχανίες σε σταθερές ημερομηνίες. Αντί για επικοινωνιακή στρατηγική, ο υπουργός Υγείας πρέπει να μιλήσει επιτέλους για την ουσία του προβλήματος κι όχι να συντηρεί το κλίμα οικονομικής ασφυξίας.
Η ουσία είναι απλή: Σήμερα, μια...
βιομηχανία φαρμάκων που συμφωνεί να προμηθεύσει ένα νοσοκομείο με φάρμακα αντί 100 ευρώ, όχι μόνο δεν εισπράττει αυτό το ποσό, αλλά –τελικά- βάζει και 36 ευρώ από την τσέπη της! Το απίστευτο συμπέρασμα ότι ουσιαστικά οι φαρμακοβιομηχανίες χρηματοδοτούν το Κράτος προκύπτει από τεκμηριωμένη μελέτη που επεξεργάστηκε το “newsbomb”, λαμβάνοντας υπόψη την τεράστια καθυστέρηση της εξόφλησης, τον πληθωρισμό, το κόστος δανεισμού, τα διαφυγόντα έσοδα από τόκους των καταθέσεων, αλλά και το επερχόμενο «κούρεμα» του ελληνικού χρέους, δεδομένου ότι οι φαρμακοβιομηχανίες έχουν πληρωθεί με κρατικά ομόλογα!
Η έρευνα που έρχεται σήμερα στο φως της δημοσιότητας ξεγυμνώνει πολιτικά τον κ. Λοβέρδο και τους φωστήρες του κρατικού μηχανισμού. Αποδεικνύει ότι οι ευθύνες τους είναι βαρύτατες και θα πρέπει να αποδοθούν άμεσα από τον πρωθυπουργό κ. Γ.Α. Παπανδρέου. Ο υπουργός φθάνει στο σημείο να επικαλείται τα προβλεπόμενα από το Μνημόνιο, ενώ κλείνει τα μάτια στην απειλή να βάλουν λουκέτο μερικές από τις τελευταίες μεγάλες ελληνικές βιομηχανίες (που διατηρούν 25 παραγωγικές μονάδες στην Ελλάδα και απασχολούν σχεδόν 20.000 εργαζόμενους, ενώ πραγματοποιούν και εξαγωγές σε 80 χώρες στον κόσμο). Οι καρεκλοκένταυροι του Δημοσίου που κατεβάζουν τους διακόπτες με το παραμικρό αποδεικνύονται για ακόμα μια φορά ισχυρότεροι από τις υγιείς δυνάμεις της αγοράς και του ιδιωτικού τομέα.
Οι υποσχέσεις περί επικείμενης πληρωμής των προμηθευτών συνιστούν ένα ακόμα επεισόδιο σε μια υπόθεση που βρίσκεται σε εξέλιξη από το 2005, όταν το Δημόσιο επέλεξε να πληρώσει τις φαρμακοβιομηχανίες με ομόλογα τα οποία λήγουν σταδιακώς εντός του τρέχοντος έτους, το 2012 και το 2013. Οι συνθήκες υπό τις οποίες έγινε αυτός ο διακανονισμός τότε με τη σημερινή κατάσταση είναι προφανώς διαφορετικές με ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας κι όσων φαίνονται απρόθυμοι να αναλάβουν τις ευθύνες του, μεταφέροντάς της στην αγορά, τους επιχειρηματίες και την κοινωνία. Τα ομόλογα αποτελούν χαρτιά υψηλού κινδύνου –εν όψει του «κουρέματος» που θεωρείται βέβαιο- και εν τέλει δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές αξίες προϊόντων που χρησιμοποιήθηκαν για να καλυφθούν αυξημένες ανάγκες στο χώρο της Υγείας.
Τα χαμένα λεφτά
Αναλυτικά: Οι βιομηχανίες που πώλησαν φάρμακα σε ένα οποιοδήποτε νοσηλευτικό ίδρυμα της χώρας έναντι αξίας λ.χ. 100 ευρώ το 2005, όχι μόνο δεν πληρώθηκαν αλλά δοκίμασαν τις κεφαλαιακές αντοχές τους με ευθύνη του Δημοσίου. Όπως σημειώνουν οικονομικοί αναλυτές, από τότε έως σήμερα:
1. Χάθηκαν τόκοι που θα λάμβαναν οι βιομηχανίες αν τα χρήματα αυτά βρίσκονταν σε τραπεζικές καταθέσεις.
2. Μειώθηκε η αξία των χρημάτων λόγω του υψηλού ελληνικού πληθωρισμού.
3. Οι φαρμακοβιομηχανίες υποχρεώθηκαν σε υψηλό τραπεζικό δανεισμό, προκειμένου να εξασφαλισθεί η απρόσκοπτη ροή κεφαλαίου.
Πώς μεταφράζεται ένα απλό παράδειγμα για την προμήθεια υλικού αξίας 100 ευρώ σε ένα νοσοκομείο και η άρνηση του Δημοσίου ν’ ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του;
Σύμφωνα με οικονομικούς αναλυτές που έχουν συμμετάσχει στη σύνταξη κλαδικών μελετών για αναγνωρισμένους φορείς όπως η ICAP η παροχή υλικού υποθετικής αξίας 100 ευρώ το 2005, αν πληρωθεί το 2011 μεταφράζεται σε:
α) Πρώτη απώλεια: Απώλεια προσδωκόμενων αποδόσεων αν τα χρήματα αυτά ήταν κατατεθειμένα σε κλειστό τραπεζικό λογαριασμό. Τα αρχικά 100 ευρώ του 2005 θα μπορούσαν να αποδώσουν 19,4 ευρώ στην εξαετία με σταθερό επιτόκιο 3% σε κάποια ελληνική τράπεζα. Επομένως θα γίνονταν 119,4 ευρώ στο σύνολο.
β) Δεύτερη απώλεια: Μείωση 26,5 ευρώ επί της αρχικής αξίας του υλικού που αντιστοιχεί σε 100 ευρώ, προκύπτει αν υπολογιστεί πληθωρισμός της τάξεως του 4% κατά μέσο όρο στην εξαετία 2005-2011.
γ) Τρίτη απώλεια: Ακόμα μεγαλύτερη ζημία προκύπτει αν υπολογιστεί ότι η καθυστέρηση του Δημοσίου να πληρώσει τα 100 ευρώ του 2005 ώθησε τη βιομηχανία να καταφύγει σε τραπεζικό επιχειρηματικό δανεισμό με μέσο όρο επιτόκιο 10% (κι όχι το τρέχον 12%). Σε μια τέτοια περίπτωση μιλάμε για δραματική ζημία της βιομηχανίας, η οποία αναγκάζεται να πληρώσει 60 ευρώ σε τόκους.
Αθροιστικά, η τεράστια καθυστέρηση αποπληρωμής των 100 ευρώ του 2005 εκ μέρους του ελληνικού Δημοσίου προκαλεί απώλειες 19,4 ευρώ από διαφυγούσες αποδόσεις τόκων (σε περίπτωση που είχαν κατατεθεί σε τραπεζικό λογαριασμό), 21,7 ευρώ από τον πληθωρισμό, άλλα και 60 ευρώ σε τόκους από τη δανειακή επιβάρυνση. Όλα αυτά μετατρέπουν το κατοστάρικο σε… επιβάρυνση 1,1 ευρώ για τη φαρμοκοβιομηχανία! Η οποία τελικά θα μετατραπεί σε ζημιά άλλων 30 ευρώ, στο σύνολο 31,1, αν –ή, μάλλον, όταν- τελικά γίνει και το περίφημο “haircut” των ομολόγων με το πρόσχημα της αναδιάρθρωσης του χρέους!
Συνοπτικά:

Προφανώς σ’ αυτήν την περίπτωση η δραστηριότητα κρίνεται ζημιογόνα και οδηγεί τη βιομηχανία στην αναστολή κάθε δραστηριότητας και 20.000 οικογένειες στην ανέχεια.
Πώς προκύπτουν τα νούμερα:
  • 〖100×(1+r)〗^6 όπου r το επιτόκιο, είναι ο τύπος υπολογισμού της αξίας αρχικού κεφαλαίου 100 ευρώ που τοκίζεται με σταθερό επιτόκιο 3% για 6 χρόνια. Επομένως η αξία των 100 ευρώ το 2005 ανέρχεται το 2011 σε 〖100×(1+3%)〗^6 = 〖100×(1,03)〗^6 =119,40 ευρώ. Επομένως η απώλεια των προσδοκώμενων αποδόσεων αν αυτά ήταν κατατεθειμένα σε κλειστό τραπεζικό λογαριασμό ανέρχεται σε 119,40-100=19,4 ευρώ.
  • Η μείωση της αξίας χρήματος στα 6 χρόνια που προκύπτει λόγω πληθωρισμού 4% υπολογίζεται ως εξής: 〖100×(1+u)〗^6 όπου u o πληθωρισμός δηλαδή 〖100×(1+0,04)〗^6 =126,53 ευρώ. Επομένως η απώλεια υπολογίζεται 126,53-100=26,53 ευρώ.
  • Ο τραπεζικός δανεισμός με ένα επιτόκιο σταθερό 10% αποφέρει τόκους στο τέλος του χρόνου της τάξης του 100* 10%=10 ευρώ και τελικά στην εξαετία οι τόκοι ανέρχονται στα 60 ευρώ.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια